Μας χλευάζει ο χρόνος. Χλευάζει τη μνήμη, την κρίση, τις περιστασιακές επιλογές αλλά και μονιμότερα γνωρίσματά μας. Το αυτοκαταστροφικότερο από αυτά είναι η επένδυση προσδοκιών σε μεσσίες και θαυματοποιούς, που γρήγορα αποδεικνύονται σκάρτοι, ψευτομάγοι. Μας χλευάζει ο χρόνος. Και συσσωρεύει τα τεκμήρια της εθνικής μας «αφέλειας» (δηλαδή της ευκολίας με την οποία πέφτουμε σε κάθε παγίδα που στήνει το πολιτικό σύστημα συνεργαζόμενο με το μιντιακό) υπό μορφήν φωτογραφιών, βίντεο, κασετών και σιντί, που αποθηκευόμενα στο Διαδίκτυο γίνονται αθάνατα. Όπως αθάνατο είναι το σολωμικό «ευκολοπίστευτος», που μοιάζει με παράπονο και τρυφερή παρατήρηση παρά με σκληρό σκώμμα. .......
Πόσα χρόνια πέρασαν αλήθεια από τον Νοέμβριο του 2010; Δύο, τι άλλο.
Αλλά πόσος πολιτικός, συναισθηματικός και κοινωνικός χρόνος χώρεσε στη διετία αυτή; Ας χρησιμοποιήσουμε σαν ευκαιριακό ορόσημο τον Μαραθώνιο της Αθήνας. Το απώτατο 2010, λοιπόν, ανάμεσα στους δρομείς ήταν ένας καλογυμνασμένος εξηντάρης που έτρεξε δέκα χιλιόμετρα σε χρόνο 1.03΄.29΄΄, εντυπωσιάζοντας θεατές και Μέσα, που τον αποθέωσαν στα πρωτοσέλιδά τους, σαν να παρουσίαζαν τη μετεμψύχωση του Λούη. Η θαυμαστή εφαρμοστή στολή τού παρ’ ολίγον μαραθωνοδρόμου, ό,τι πιο εξελιγμένο στον αθλητισμό και στη διαστημική τεχνολογία, είχε αποσπάσει τον ίδιο θαυμασμό που απέσπασε κάποτε από τον Ομηρο η ασπίδα του Αχιλλέα. Λογικό. Δεν επρόκειτο για κάποιον τυχαίο.
Ενα χρόνο πριν, ο μαραθωνοδρόμος μας είχε διανύσει όχι 42, αλλά ολόκληρα 44 χιλιόμετρα στο σκληρό τοπίο της καρδιάς του ελληνικού λαού.
Οσα και το εκλογικό του ποσοστό. Δύο χρόνια μετά, ο μαραθωνοδρόμος μας δεν μένει πια εδώ. Είναι οικουμενικός πολίτης, που αμειβόμενος αδρά, όπως κι άλλοι σωτήρες, Μπλερ, Σαρκοζί κ.ο.κ., διαφωτίζει τον κόσμο για το πώς συνοδήγησε μια χώρα στον γκρεμό.
Στο μεταξύ, εμείς συνεχίζουμε κοπιώντες έναν ατελεύτητο υπερμαραθώνιο, δίχως επικουρικές ομάδες στα πλαϊνά, να μας ξεδιψούν και να μας ζητωκραυγάζουν. Οσο για το κόμμα του παρ’ ολίγον μαραθωνοδρόμου και πρωθυπουργού με ολίγην άμεση δημοκρατία, αναγκάστηκε λόγω κρίσης να εκποιήσει ακόμα και το πολυτελές γυμναστήριο που είχε εγκαταστήσει ο πρώην αρχηγός του για να ασκείται. Αλλά η εκποίηση υλικών είναι ασήμαντη συγκρινόμενη με την πτώχευση των ποσοστών: από το 44% στο 13%, στο 12%, στο δημοσκοπικό 7,5%.
Κατά τα λοιπά, θίχτηκαν στο ΠΑΣΟΚ που κάποιο στέλεχός του χαρακτήρισε το κόμμα «φούσκα της μεταπολίτευσης». Και θίχτηκαν επειδή έχουν την ψευδαίσθηση ότι κυβερνούν ακόμα. Οτι μετράει ο λόγος τους. Μετράει.
Οσο μέτρησε στην ιστορία του αθλητισμού το δεκαχιλιάρι του κ. Γ. Παπανδρέου που κατάφερε τουλάχιστον αυτό: να κλείσει οριστικά την πολιτική ιστορία μιας οικογένειας στις τρεις γενιές. Ομως κι εδώ τα πρωτεία ανήκουν αλλού: στον κ. Κώστα Καραμανλή. Το ίδιο κατάφερε και αυτός, «επανιδρύοντάς» μας.
Αλλά ήταν μόλις δεύτερη γενιά.