Είναι μέρες που θέλω να γράψω λίγα και γράφω πολλά. Και το αντίθετο. Να όπως τούτες τις δύσκολες μέρες που περνά ή πατρίδα μας. Και είναι η διάθεσή μου που με πάει πάντα προς τους ποιητές, τους τραγουδιστές, τους συγγραφείς. Αλλά πως να πεις, τι να τραγουδήσεις, τι να πρωτοθυμηθείς απ’ αυτή την Όμορφη Πατρίδα Ελλάδα; Το καθετί της είναι τόσο όμορφο σαν τον ήλιο της, σαν τα αγριολούλουδά της, σαν τους καρπούς της γης, σαν τις παραλίες της.
Σιωπηλός μπροστά σ’ αυτό τον παράδεισο που ζω ψάχνω στον υπολογιστή μου κάτι να μοιραστούμε. Βρήκα ποιήματα του Λορέντζου Μαβίλη κι ανάμεσά τους το: «Πατρίδα σαν τον ήλιο σου»…
Πάντα μου άρεσε αυτό το ποίημα και σας παρακαλώ να το διαβάσετε από ένα βιβλίο που εκδόθηκε στην ΑΛΕΞΑΝΤΡΕΙΑ το έτος 1923.
«Ξεφυλλίστε» το όλο το βιβλίο, θα βρείτε πολλά χρήσιμα κι όμορφα έργα του ποιητή Λ. Μαβίλη. Η Πρώτη έκδοση βγήκε το 1915. Ο ποιητής γεννήθηκε στο Θιάκι που υπηρετούσε ο πατέρας του Παύλος ως πρόεδρος δικαστηρίων την 6η Σεπτ. 1860. Ο Παππούς ήταν Ισπανός πρόξενος στην Κέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια και ο πατέρας παντρεύτηκε Κερκυραία. Στην Κέρκυρα έμαθε τα πρώτα γράμματα. Διαβάστε στον πρόλογο περισσότερα και για την ηρωική τελευταία μέρα της ζωής του στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο Δρίσκο, έξω από τα Γιάννενα χτυπημένος από βόλι για λευτεριά. «Επερίμενα πολλές τιμές από τούτο τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω την ζωή μου για την Ελλάδα μου» είπε λίγο πριν σβήσει η ζωή του. Στην μνήμη του γράφω αυτές τις γραμμές και σας συνιστώ να μπείτε εδώ να μάθετε περισσότερα για τους λογοτέχνες μας. Κάποια στιγμή εύχομαι να απαγγείλετε κι εσείς αυτό το ποίημα «Πατρίδα σαν τον ήλιο σου». Δεν είναι τα λεφτά που κάνουν τις πατρίδες.
Ε.Σ.
Πατρίδα
Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.
Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.
Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.
Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.