Το Μοναστήρι της Παναγίας Τατάρνας βρίσκεται σε μια κατάφυτη γλώσσα ξηράς, που εισχωρεί μέσα στην ανατολική όχθη της μεγάλης τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών. Πριν μερικά χρόνια, ακριβώς κάτω απ' το Μοναστήρι κυλούσε τα γαλάζια νερά του ο Αχελώος, ο χιλιοτραγουδισμένος Ασπροπόταμος των δημοτικών τραγουδιών. Τώρα Ασπρος και παραπόταμα σκεπάσθηκαν από τα γαλήνια νερά της λίμνης. Το τοπίο έγινε ομορφότερο, το κλίμα γλυκύτερο, ήπιο. Το Μοναστήρι είναι χτισμένο σε μια κατηφοριά της Αηδονόρραχης, με εξαίσια θέα προς την λίμνη και τα βουνά του Βάλτου. Είναι ένας χώρος καταπράσινος, χωρίς την αγριάδα του βουνού ή την ξεραΐλα του κάμπου. Το υψόμετρο είναι 380 μ. απ' την επιφάνεια της θάλασσας και εκατό μέτρα περίπου- ανάλογα με την εποχή- πάνω από την λίμνη. Είναι ένας τόπος ευλογημένος, ένα μικρό περιβόλι της Παναγίας. Είναι ένας τόπος φορτισμένος με μνήμες ιστορικές, με αγώνες πνευματικούς.
Η ομορφιά του τοπίου, που αλλού είναι άγριο και επιβλητικό, γεμάτο έλατα και χαράδρες, ελιγμούς ατέρμονες και στροφές ατέλειωτες και αλλού είναι ήμερο, προσιτό, ευχάριστο στο μάτι, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα τον προσκυνητή. Βρύσες με κρυστάλλινα νερά, ποτάμια με βαθύσκια πλατάνια, ρείκια και ανθισμένες κουμαριές, βουνά που καθρεφτίζονται στην ατάραχη και αρυτίδωτη λίμνη, σταχτόχρωμες ελιές ανακατεμένες με γιγάντιες αριές, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο για τον άνθρωπο των πόλεων. Και το κυριότερο: Τόπος αμόλυντος από τουρισμό και εκβιομηχάνιση. Τόπος αγνός, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού και όπως καλλιεργήθηκε από τα ροζιασμένα χέρια του ξωμάχου.
Η γερασμένη γέφυρα του Μανόλη, έργο του 17ου αιώνα στέκει ακόμη περήφανη πάνω από το στένωμα του Αγραφιώτη, σε πείσμα του χρόνου και του νερού της λίμνης που κάθε άνοιξη ανεβαίνοντας και φουσκώνοντας την πνίγει ως τον λαιμό. Χλευάζει την σύγχρονη τεχνική. (Αρκετά χρόνια πριν έστησαν δίπλα νέα γέφυρα, με μπετόν και σίδερα. Έγιναν εγκαίνια, εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί, έγινε μεγάλο γλέντι. Στην πρώτη κατεβασιά του Αγραφιώτη η γέφυρα παρασύρθηκε, εξαφανίσθηκε. Ακόμη ψάχνουν για να βρουν τα ίχνη της. Ομως το γεφύρι του Μανόλη με την μεγάλη καμάρα, χτισμένο με πέτρες και κουρασάνι μένει όρθιο!)
| |
Μπροστά μας τα ξακουσμένα Αγραφα, τα βουνά που έμειναν απάτητα από Τούρκου ποδάρι, διαγράφονται στον ορίζοντα περήφανα, διηγούμενα αρχαία «κλέη», περασμένα μεγαλεία και τωρινή ερήμωση. Απέναντι ο Βάλτος. Το Κάρλελι των Τούρκων (Καρλ-ελή: "χώρα του Καρόλου Τόκκου"). Βουνά πιο ήμερα αλλά με λιγότερη βλάστηση. Δεσπόζει η «απορρώξ» Κανάλα. Το βουνό με τις κάθετες πλαγιές, που πέφτουν κοφτές μέσα στην λίμνη. Είναι βουνό αγιασμένο. Εκεί ασκήτεψε ο όσιος Ανδρέας, ασκητής φημισμένος που έζησε στον 13ου αιώνα.
Στα νερά της λίμνης Η Ευρυτανία συνδεόταν στα παλαιά χρόνια με τον Βάλτο, χάρις σε ένα γεφύρι πού άφησε εποχή: το γεφύρι της Τατάρνας. Ήταν ένα θαύμα τεχνικής, της εποχής της Τουρκοκρατίας. Απορεί κανείς πώς το έχτισαν... Μια και μόνη καμάρα στηριγμένη σε δυο κατακόρυφους βράχους και από κάτω να βράζει ο Αχελώος... Τώρα αυτό το γεφύρι βρίσκεται βαθιά βυθισμένο μέσα στα νερά της λίμνης. Ένα νέο γεφύρι στην ίδια θέση, αλλά ψηλότερα, στήθηκε λίγο πριν φθάσουν τα νερά της λίμνης. Στα πόδια του γεφυριού της Τατάρνας ανάβλυζε η μεγάλη νερομάνα της Μαρδάχας, που σήμερα είναι στα νερά της λίμνης,. (Ο μύθος λέει ότι επικοινωνούσε με την λίμνη των Ιωαννίνων). Από αυτήν και μόνο ο Ασπρος άλλαζε χρώμα και κατηφόριζε γαλάζιος. Εκεί το Μοναστήρι είχε μετόχι και ναό έπ' ονόματι της Αγίας Παρασκευής. (Εκεί γινόταν τον Σεπτέμβριο το μεγάλο πανηγύρι τής Τατάρνας. Ήταν η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρη της Δυτικής Στερεάς. Κρατούσε επτά ημέρες. Βούιζαν οι ρεματιές από την χλαλοή. Ακόμα κι ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Μπλατσάρας, ο μπαρμπούλης του Καραγκιόζη, μιλάει για «του πανγκύρ' της Τατάρνας», όταν... τηλεφωνάει στην θεια Παυλίνα). Όλα όμως αυτά τώρα είναι στον πάτο της λίμνης.
Στο άκρο της χερσονήσου το Παλιόκαστρο. Κορυφή γεμάτη ερείπια προχριστιανικά, τείχη πελασγικά, κυκλώπεια. Στο βάθος το φράγμα ή μάλλον το γεώφραγμα γιατί δεν είναι από μπετόν αλλ' από χώμα και χαλίκι. Για μεγαλύτερη ασφάλεια. Λίγο ψηλότερα το χωριό που μένουν οι υπάλληλοι και τεχνίτες της Δ.Ε.Η.: Το Ορφανό. Από εκεί αρχίζει να υψώνεται το Παναιτωλικό με τα ωραία χωριά των Παρακαμπυλίων: "Αγιος Βλάσιος, Καραμανέϊκα, Χούνη, θέρετρα του Αγρινίου. Και μέσα στο κομμάτι αυτό της ξηράς που περιβάλλεται απ' την λίμνη, εκτός από μια στενωπό στα βόρεια, σκορπισμένο εδώ και κει το χωριό Τριπόταμος, η παλαιά Τατάρνα.
Φτάνοντας στο Μοναστήρι, διακρίνομε σε ένα φραγμένο τόπο, ανάμεσα σε πεύκα, ελιές, καρυδιές και πολλά βάτα, ένα γέρικο κυπαρίσσι. Δίπλα του χαλάσματα. Είναι το μοναστήρι πού βούλιαξε το 1963. Όμως πριν καλοσκεφτούμε τι έγινε και πώς έγινε φθάνουμε στην εξωτερική πύλη. Μια σύγχρονη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας μας υποδέχεται. Μετά από αυτήν ένα οικοδόμημα νέο, σύγχρονο. Είναι το νέο θαλερό βλαστάρι μιας πολύ γέρικης βελανιδιάς που λέγεται Μονή Παναγίας Τατάρνας. Η παράδοση τοποθετεί την ίδρυση του Μοναστηριού στις αρχές του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα στο 1111. (Πολλοί το θέλουν «Βασιλικό». «Βασιλομονάστηρο» το αποκαλούσαν οι παλαιοί και πίστευαν πως το έχτισε η Αγία Θεοδώρα, Βασίλισσα της Αρτας. Όμως η Αγια αυτή Βασίλισσα έζησε αργότερα, τουλάχιστον μετά εκατό χρόνια. Επομένως δεν μπορεί να είναι κτητόρισσα, μπορεί όμως να βοήθησε για την ανάδειξή του. Έχομε μαρτυρίες ότι βοήθησε πολλά μοναστήρια της περιοχής. Η Ευρυτανία ήταν τότε στην επικράτειά της). Τι απέμεινε από το πρώτο εκείνο κτίσμα; Ερείπια μόνο στην θέση «Παληομονάστηρο». Μπερδεύτηκαν τόσο με νεότερα ερείπια και αναστατώθηκε τόσο η περιοχή με την κατολίσθηση του 1963 που είναι αδύνατο να ξεχωριστούν τα πρώτα κτίσματα απ' τα δεύτερα. Από αυτό το παλαιό «Βασιλομονάστηρο» πρέπει να προέρχεται η ψηφιδωτή Ιερή Εικόνα της Ακρας Ταπεινώσης τού 12-13ου αιώνα, που σώζεται μέχρι σήμερα ως «θησαυρός απόθετος» στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
Γι' αυτή την Εικόνα μιλάει με πολύ σεβασμό η παράδοση. Λέει σχετικά: Απέναντι, στα βουνά του Βάλτου, πέρα απ' τον Αχελώο, κάποιος αγνός και ευλαβής βοσκός φύλαγε τα πρόβατά του. Ξαφνικά κάποιο βράδυ βλέπει έκπληκτος ένα ζωηρό φως να λάμπει στο σκοτάδι, ακριβώς απέναντι, κατά την πλευρά της Ευρυτανίας. Του έκαμε μεγάλη εντύπωση. Ο τόπος εκεί όπου φαίνονταν το φως ήξερε ότι ήταν έρημος. Το φως εκείνο ήταν λαμπρό, δεν ήταν φωτιά που μπορούσαν να ανάψουν ποιμένες την νύχτα. Την άλλη νύχτα το φως ξαναφάνηκε. Έφεγγε όλη την νύχτα. Με το χάραμα χανόταν. Ξαναφάνηκε και την τρίτη νύχτα. Κατάλαβε ο αγαθός τσοπάνης, ότι ήταν σημάδι θεϊκό. Πώς όμως να εντοπίσει το σημείο; Την ημέρα που φαινόταν ο τόπος δεν φαινόταν το φως. Την νύχτα που φαινόταν το φως, δεν διακρίνονταν η περιοχή. Και ήταν αρκετά μακριά. Ξάφνου, την τρίτη νύχτα ο νους του φωτίσθηκε. Έμπηξε στη γη μια διχάλα. Ακούμπησε πάνω σ' αυτή το ραβδί του. Στόχεψε με το ένα μάτι προς τα εκεί που φαινόταν το φως. Όταν μάτι, ραβδί και φως μπήκαν στην
| |
ίδια ευθεία, σταθεροποίησε το ραβδί. Περίμενε με αγωνία να ξημερώσει. Σαν έφεξε καλά, ξανακοιτάει και πάλι. Τώρα ο τόπος εντοπίσθηκε εύκολα. Ξεκινά γεμάτος λαχτάρα και χαρά. Περνά κολυμπώντας τον Ασπρο κι ανηφορίζει. Φθάνει σ' ένα τόπο γεμάτο βάτα. Κόβει και κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, αλλ' αυτός συνεχίζει. Η επιμονή του αμείβεται. Ανάμεσα στα βάτα βρίσκει μια εικόνα μικρή. Αναγαλλιάζει. Απ' αυτή προέρχονταν το φως. Είναι με μικρές ψηφίδες ιστορημένη, μικρές σαν κεφάλι καρφίτσας. Παριστάνει τον Κύριο αμέσως μετά την Αποκαθήλωση. Είναι η Ακρα Ταπείνωση. Είναι έργο μοναδικό στον κόσμο, όπως λένε οι ειδικοί. Παλαιότερα την είχαν στην εκκλησία για προσκύνηση. Παρ' ολίγο να καταστραφεί εντελώς. Οι ευλαβείς γυναίκες ξεκολλούσαν κρυφά ψηφίδες για φυλακτά. Σε λίγο θάμενε μόνο το σανίδι. Τώρα φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο).
Από αυτό το παλαιό Μοναστήρι απέμεινε το όνομα: Τατάρνα ή ορθότερα Τετάρνα. Τι σημαίνει; Δύσκολη η απάντηση. Ίσως έχει ρίζα βλάχικη, όπως πολλά τοπωνύμια και όροι της ποιμενικής ζωής. Σημαίνει - χωρίς να είναι και βέβαιο - τόπο συγκεντρώσεως πολλών ανθρώπων ή ζώων. Σημαίνει πολλούς ή πολλά μαζί. Στα σερβοκροατικά σημαίνει τόπος με "πλούσια βλάστηση". Αυτή ίσως είναι η ορθότερη ετυμολογία. Ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Το Μοναστήρι αφανίστηκε. Ο τόπος έμεινε έρημος. Μόνο Πινιανίτες βοσκοί κατέβαιναν με τα ποίμνιά τους απ' τα λιβάδια των Αγράφων για να παραχειμάσουν. Ο τόπος ήταν χειμαδιό. Ο Τούρκος πάτησε γερά το πόδι του και σε τούτα τα μέρη. Όπου πατούσε άλογο, πατούσε και ο Τούρκος. Η κατάσταση που επικρατούσε σ' όλη τη χώρα ήταν τραγική. Η Ρωμιοσύνη ξεψυχούσε. Αλλ' ο ραγιάς, σαν από θαύμα δεν αφανίσθηκε.
Βρισκόμαστε στα 1555. Στον έρημο αυτόν τόπο εμφανίζονται δύο πατέρες απ' την Μονή των Μεγάλων Πυλών, από το Μοναστήρι του Δουσίκου. Ο προηγούμενος ιερομόναχος Μεθόδιος και ο μοναχός Δαβίδ. Τι τους τράβηξε και ήλθαν σε τούτη την ερημιά; Οπωσδήποτε η φήμη του παλιού Μοναστηριού και ο ζήλος να το ξαναχτίσουν, να του δώσουν πάλι ζωή... Εν τω μεταξύ η συνθήκη του Τσαμασιού που είχε υπογραφή λίγα χρόνια πριν (1546) έδωσε μια σχετική ανεξαρτησία στο Αρματολίκι των Αγράφων. Έργο δύσκολο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Δώδεκα ώρες με τα πόδια το Καρπενήσι, δώδεκα το Βραχώρι(Αγρίνιο), δώδεκα ο Κραβασαράς. Όλα κουβαλιόνται με τα μουλάρια. Αλλά η θερμή τους πίστη θαυματούργησε. Oι Πινιανίτες ευχαρίστως τραβήχτηκαν και άφησαν χώρο για την οικοδομή και για καλλιέργεια. Σε ένα χρόνο το Μοναστήρι στήθηκε. Αυτό φαίνεται καθαρά στην διαθήκη του κτήτορα μοναχού Δαβίδ που την έγραψε έναν χρόνο μετά την άφιξή του, δηλαδή το 1556. Στο έγγραφο αυτό, που είναι γραμμένο σε περγαμηνή και σώζεται μέχρι σήμερα, αναφέρονται ως ιδρυτές τέσσερις μοναχοί, με επικεφαλής τον Δαβίδ, που προερχόταν από τη μεγάλη του Σωτήρος Χριστού, ίσως την Μονή Δουσίκου Τρικάλων. Περιγράφεται, επίσης, η επιλογή της θέσης Πλάτανος, κοντά στον Αχελώο. Ανάμεσα στα τοπωνύμια του παραπάνω εγγράφου μνημονεύεται για πρώτη φορά και η Τατάρνα ως θέση ενός νερόμυλου, που αφιερώθηκε στην Μονή μαζί με τον πώρο του (κινητή γέφυρα ή πλοιάριο). Ίσως ο μύλος αυτός καθώς και ο πώρος, να βρίσκονται στη θέση της κατοπινής γέφυρας της Τατάρνας, γιατί εκεί είναι το στενότερο σημείο του ποταμού στην γύρω περιοχή. Εκεί αναφέρονται λεπτομερώς τα όσα έγιναν μέσα σ' ένα χρόνο και πώς έλαβε αρχή αυτό το εξαίσιο έργο. Τον ίδιο χρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος, με σωζόμενο σιγίλιο ανακηρύσσει την Μονή Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική. Στο σιγίλιο αυτό η Μονή ονομάζεται "Παναγία Φανερωμένη". Τεκμήριο αδιάψευστο, ότι κάποια Εικόνα της Παναγίας βρέθηκε - φανερώθηκε. Επομένως σκάβοντας για το νέο μοναστήρι, βρήκαν στα ερείπια του παλαιού την Εικόνα της Παναγίας. Ίσως οι δύο πατέρες να οδηγήθηκαν εδώ κατά τρόπο θαυμαστό για να διακρίνομε την Εικόνα τής Παναγίας, όπως συνέβη και με τον ευλαβή εκείνο βοσκό.
Η μακραίωνη ιστορία της Μονής Τατάρνας χαρακτηρίζεται από συχνή εναλλαγή περιόδων ακμής με περιόδους μεγάλων καταστροφών. Γύρω στο 1600, έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για συμμετοχή του μοναστηριού σε επαναστατικά κινήματα και, συγκεκριμένα, στο πρώτο από τα δύο που οργάνωσε ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος και το οποίο κατέπνιξαν οι Τούρκοι το 1601. Μετά την καταστροφή του 1601, η Μονή Τατάρνας πέρασε μια τριαντακονταετία ερήμωσης και δυστυχίας. Κατά την επόμενη ιστορική φάση - μετά το 1650 - που μπορεί να θεωρηθεί περίοδος ακμής, πρωταγωνίστησε ο όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός. Από την περίοδο αυτή γνωρίζουμε τρία ονόματα σημαντικών ηγουμένων της Μονής, οι οποίοι ανέλαβαν το αξίωμα αυτό με την καθοδήγηση του Ευγένιου. Αυτοί ήταν ο Δαμασκηνός από το Βάλτο, ο Ιάκωβος από το Πέτα και ο Ανανίας ο οποίος διέμενε στο μοναστήρι και ονομαζόταν δεσπότης της Τατάρνας. Την ταραγμένη αυτή περίοδο, οπότε μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων διεξήχθη στην Δυτική Στερεά, η Μονή Τατάρνας λόγω της θέσης της βρέθηκε στο κέντρο της εξέγερσης. Η Μονή καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1821. Μέχρι τότε όμως υπέστη πολλές λεηλασίες, πυρπολήσεις και αρπαγές ζώων, τόσο από τους Τούρκους διότι ήταν ύποπτο για φιλοξενία κλεφταρματωλών, όσο και από ποικίλες ληστρικές συμμορίες που λυμαίνονταν την περιοχή. Η σημαντικότερη από τις καταστροφές αυτές θα πρέπει να ήταν εκείνη του 1821, οπότε οι καλόγεροι μαζί με τον ηγούμενο Κυπριανό βοήθησαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην νικηφόρα μάχη κατά των Τούρκων, που έγινε κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας. Το μοναστήρι ξανακτίσθηκε μέχρι 1844 και έγινε όμοιο με το παλαιό, αλλά σε θέση που απείχε 500 μ. νότια. Όμως πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν ρηγματώσεις από σεισμούς και καθιζήσεις, (ίσως γιατί είχε κτισθεί σε ακατάλληλο έδαφος), και τελικά κατέρρευσε ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα κατά την εποχή δημιουργίας της τεχνητής λίμνης, το 1963. Ολόκληρη την περίοδο από το 1941 έως το 1963 στην ιστορία της Μονής κυριαρχούν οι δικαστικοί αγώνες για την υπεράσπιση της περιουσίας της από τις καταπατήσεις και τέλος η σταδιακή απαλλοτρίωση των κτημάτων. Το μοναστήρι δεν ξαναβρήκε από τότε την παλαιά του αίγλη και τούτο όχι τόσο λόγω των απαλλοτριώσεων, αλλά διότι είχαν μεταβληθεί ριζικά οι ιστορικές συνθήκες που προκάλεσαν την ακμή του στο παρελθόν. Το καινούργιο μοναστήρι άρχισε να κτίζεται το 1970, σε απόσταση 500μ. νοτιανατολικά από το παλαιό. Σήμερα υπάρχουν πενιχρά λείψανα του μοναστηριού του 1556 στην θέση Παλιομονάστηρο, ενώ κοντά σ' εκείνη του κτίσματος του 1841 έχει ανεγερθεί το Κάθισμα του Αγίου Σάββα.
|