Πριν από λίγες μέρες, σε μια κινηματογραφική αίθουσα, ;άκουσα “περίεργα τραγούδια” με ιδιαίτερο στίχο και μου προξένησαν έντονα συναισθήματα!!!
Ένα μουσικό ντοκιμαντέρ με τους encardia και τα γκρίκο ξεδιπλωνόταν πάνω στην μεγάλη οθόνη …
«encardia» είναι το συγκρότημα που τα τελευταία χρόνια ταξιδεύει στα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας με κύριο στόχο να ξαναφέρει στο ελληνικό και όχι μόνο φιλότεχνο κοινό ένα χαμένο πολιτισμό που εκφράζεται με τα «γκρίκο».
«encardia» στην λατινικά σημαίνει «άγνωστη πέτρα»,
η πέτρα όπως θα μάθουμε στο ντοκιμαντέρ είναι το κύριο συστατικό στοιχείο στη ζωή των ανθρώπων της Κάτω Ιταλίας. Οι encardia είναι ένα ελληνικό συγκρότημα που εμπνέεται, δημιουργεί και παρουσιάζει μουσικές και τραγούδια μέσα από την πλούσια μουσική παράδοση της Κάτω Ιταλίας. Ιδρύθηκαν το 2004 και μέχρι τώρα έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες απο τριακόσιες ζωντανές εμφανίσεις σ’ όλη την Ελλάδα, Ιταλία, Νότια Γαλλία, Γερμανία, Κύπρο, Αλγερία κλπ. Σε μια από αυτές τις πολλές περιοδείες τους στην Κάτω Ιταλία σύμμαχος και συνοδοιπόρο είχαν την κάμερα του Άγγελου Κοβότσου. Οι encardia «ξενάγησαν» το κινηματογραφικό συνεργείο σε έναν μαγικό κόσμο, κρυμμένο σε μικρά γραφικά χωριά.
Οι πρωταγωνιστές, πολλοί, με ιστορίες αξιομνημόνευτες και γλυκιές, σε παρασύρουν σε ένα κόσμο στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα τόσο σημερινό. Ξεχωριστή φιγούρα, η γιαγιά Ndata. Μια ιδιαίτερη μορφή, η οποία ομολογεί πως πολλές νέες κοπέλες ζητούν τη βοήθειά της, ώστε να μάθουν να μιλούν τα «γκρίκο», όμως είναι τόσες πολλές που η ίδια δεν μπορεί να τις εξυπηρετήσει όλες.

Τα «γκρίκο» είναι ένα αρχαιοελληνικό γλωσσικό ιδίωμα, όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Άγγελος Κοβότσος, με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, που μιλιόνταν  στις περιοχές της Γκρετσία Σαλεντίνα και της Καλαβρίας έως και τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Τα «γκρίκο» με βάση τα λεγόμενα ανθρώπων που παίρνουν μέρος στο ντοκιμαντέρ είναι η γλώσσα των αγροτών, μία γλώσσα απλή, εμπνευσμένη από την ελληνική κουλτούρα που μετά τον πόλεμο έπαψε να υφίσταται πια και αυτό γιατί οι νέοι έπρεπε να μιλούν μια νέα γλώσσα πιο σύγχρονη, πιο πλούσια, πιο εκλεπτυσμένη. Στο ντοκιμαντέρ ακούγονται οι λέξεις «κιόνι», «maddia» που είναι η δική μας λέξη «μαλλιά»«agapi mu», «chetonia» που σημαίνει στην δική μας γλώσσα «Μακεδονία» και πολλές άλλες. Εξάσκηση 5 λεπτών χρειάζεται για να αντιληφθεί κανείς την ερμηνεία και την προφορά των λέξεων που δεν είναι πολύ διαφορετική από την δική μας.
«Η πέτρα που γελάει», είναι ένα ντοκιμαντέρ που καταρχήν προκαλεί συγκίνηση. Δεν είναι όμως αυτός ο πρωταρχικός του σκοπός, αλλά η καταγραφή ιστοριών πρόσμιξης του ελληνικού και του ιταλικού πολιτισμού. Όπως μας λέει στο citypress.gr o Kώστας Κωνσταντάτος, μουσικός του συγκροτήματος «encardia», «ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουν μέσα στα χρόνια οι νέοι τα «γκρίκο» και κατ’ επέκταση την παράδοσή τους -αφού η συγκεκριμένη γλώσσα δεν υφίσταται πια- είναι η ενασχόλησή τους με τη τέχνη εκείνης της περιόδου συγκεκριμένα τη μουσική και την ποίηση».
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ έχει το χωριό «kalimera». Ένα φτωχό χωριό με φιλόξενους ανθρώπους. Εκεί σχεδόν όλοι μιλούν τα «γκρίκο», αφού λέξεις περνούν από γενιά σε γενιά ώστε ακόμα και τα σημερινά παιδιά να τις συμπεριλαμβάνουν στο λεξιλόγιό τους.
Στα σχολεία γίνεται κάποια μικρή προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας, κυρίως στα νηπιαγωγεία. Μία κοπέλα αναφέρει συγκεκριμένα πως πάντα επιθυμούσε να μιλήσει τη γλώσσα, να καταλάβει ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν οι δικοί της. Χαρακτηριστικά στους δικούς της ανθρώπους «ένιωθα πως δεν θέλατε να καταλάβω αυτά που λέτε». Το πείσμα της ανάγκασε τους συγγενείς της να την μυήσουν στα «γκρίκο» και εκείνη μαγεμένη έκανε διατριβή και διδακτορικό πάνω στην ελληνική γλώσσα.
Εξέχουσα προσωπικότητα στην ταινία ο διάσημος και στην Ελλάδα συνθέτης και στιχουργός του τραγουδιού «Άντρα μου πάει», Franco Corliano. Συγκινημένος εξηγεί πως έγραψε το τραγούδι στα 23 του χρόνια. Η ιστορία των στίχων του ιδιαίτερη. Ένας πατέρας λείπει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στέλνει χρήματα για να σπουδάσουν τα παιδιά και όταν επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια εκείνα δεν τον αναγνωρίζουν ως πατέρα τους.
Η κάμερα στη συνέχεια ακολουθεί ανθρώπους να χορεύουν ταραντέλα πίτσικα. Ένας χορός ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός με έντονους ρυθμούς, δυνατούς, μοιάζει σαν να θέλει η «ψυχή να βγει από το σώμα», μία ντόπια παραλλαγή του γνωστού ιταλικού χορού ταραντέλα που όπως θα μας πει ο σκηνοθέτης της ταινίας, στην περιοχή απέκτησε μαγικοθρησκευτικές και θεραπευτικές διαστάσεις. Ένας πολιτισμικά κατασκευασμένος εξορκισμός των προβλημάτων που απέρρεαν από την φτώχια, τη μιζέρια και την εγκατάλειψη της περιοχής του απομονωμένου ιταλικού νότου, μιας από τις πιο φτωχές περιοχές της Ευρώπης.