Πρὸ τριετίας συνάντησα στὸ Πανεπιστήμιο ἕναν ἑλληνιστὴ Βέλγο φοιτητὴ ποὺ ἐνθουσιαζόταν κατανοώντας τὸ βάθος λέξεων ὅπως ἡ ὠτοασπίδα ἢ ἡ ὀδοντογλυφίδα. Χαμογελοῦσε ὅποτε ἔβλεπε πυγολαμπίδες ἢ ἄκουγε «ζήτω» γιὰ χειρουργοὺς καὶ ταξίδια τοῦ μέλιτος. Γιὰ σκέψου, μοῦ ἔλεγε, πόσο εὔστοχα οἱ ἴδιες οἱ λέξεις σας ὁρίζουν τὶς ἐποχές: φθινόπωρο, ἔαρ/ἄνοιξη, θέρος/καλοκαίρι… Κι ὅμως πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε ἀνυποψίαστοι.
Περικλῆ κι ἀργότερα γραφόταν ΗΙΣΤΟΡΙΑ (λόγῳ δασείας, βλ. History), ἐνῷ περίπτεροὀνόμαζαν εὔλογα τὸν ναὸ ποὺ εἶχε ὁλόγυρα κίονες… Ταυτόχρονα, ὡς σήμερα μιλᾶμε γιὰσανδάλια, Θεό, σέλινο, θάλασσα καὶ θὰ προκαλοῦσε ἴλιγγο ἡ συνειδητοποίηση πὼς αὐτὲς οἱ λέξεις ἀκούγονται καὶ γράφονται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μυκηναίων, τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1200 π. Χ.
Πολὺ στενοχωριέμαι ποὺ μελετώντας τὰ παιδιὰ ἀρχαῖα ἡ μιλώντας οἱ μεγάλοι νέα ἑλληνικά, δὲν κατανοοῦμε τὴ συνέχεια τῆς γλώσσας. Κρίμα, γιατί πολλὰ μαργαριτάρια θὰ ἀποσοβοῦνταν, πολλὲς λέξεις δὲν θὰ ἠχοῦσαν τόσο ἀνοίκειες. Σκεφτεῖτε τὴν τροχοπέδη καὶ συνδυάστε τὴν μὲ τὶς χειροπέδες, τὸ χέρι, τὸ ἐγχειρίδιο. Ἂν δὲν καταλαβαίνετε τὸ «ἄχθος ἀρούρης», ἀναρωτηθεῖτε τί κάνει ὁ ἀχθοφόρος καὶ ὁ ἀρουραῖος… Οἱ τύποι «πληροῖ τοὺς ὅρους», «ἐξόφληση τοῖς μετρητοῖς», «Θεὸς φυλάξοι» «μήνυμα ἐστάλη», «μνήσθητί μου, Κύριε», « σεσημασμένος – συνημμένος – κατεψυγμένος» ἀπαντοῦν καὶ σήμερα ὡστόσο τὰ εἰς - οω συνηρημένα, ἡ δοτική, ἡ εὐκτική, οἱ προστακτικὲς καὶ οἱ μετοχὲς τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου εἶναι κινέζικα – terra incognita γιὰ τοὺς περισσότερους. Ἔπειτα, ἂν εἴχαμε κατανοήσει τὸν νόμο τῆς ἐκτάσεως ἐν συνθέσει τῶν φωνηέντων δὲν θὰ μπερδευόμασταν μὲ τὴν ὀρθογραφία λέξεων ὅπως: κυν-ηγῶ, ποδ-ήλατο, παν-ηγύρι, συν-ωμότης,ψευδ-ώνυμο, δι-ώροφο.
Ἂν καταλαβαίναμε τὴ λέξη ἡμίφωνο, θὰ ὑποψιαζόμασταν πὼς τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σύνθετα μὲ – ρ -, εἴτε ἀναφερόμαστε σὲ ἀπο-ρρυπαντικά, μετα-ρρυθμίσεις, δια-ρροές, ἀνθρώπους ποὺ αἱμο-ρραγοῦν, καταρ-ρακώνονται ἢ περνοῦν στὸ Ἀντί-ρριο. Ἔγραψα ἡμί-φωνο καὶ σκέφτηκα ἐκεῖνα τὰ προθήματα ὅπως τὸ ἡμί- (=μισό-) ἢ τὸ ἀμφί- (ἀπὸ τὴ μία κι ἀπὸ τὴν ἄλλη) ἀπὸ κοντὰ καὶ τὰ ἐπιθήματα τύπου -ιδιον (ὑποκοριστικό) ἢ -θεν (=ἀπό).
Πόσες λέξεις δὲν συνδέουν μὲ ἀόρατους δεσμούς… ἡμίφως, ἡμίχρονο, ἡμισφαίριο, ἡμιμάθεια, ἡμιανάπαυση, ἡμίθεος, ἡμίτονο, ἡμιτελὴς καὶ ἡμίπαλτο ἀπὸ τὴ μία μαζὶ μὲ τὰ ἀμφιλεγόμενος, ἀμφιταλαντεύομαι, ἀμφίπλευρος, ἀμφιδέξιος, ἀμφίδρομος, ἀμφίβιο, ἀμφιθαλής, ἀμφιθυμία, ἀμφιλύκη, ἀμφορέας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, κατοικίδιο, χοιρίδιο, ἀκτινίδιο, (ὀ)φρύδι(ο), (ὀ)φίδι(ο), ζώδιο, σωματίδιο, ὀγκίδιο, ἀλλὰ καὶ ἀνέκαθεν, παλαιόθεν, πόθεν ἔσχες, παιδιόθεν, μετόπισθεν, πανταχόθεν, ἑκατέρωθεν, θύραθεν, ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθενἐπέμφθη…
Ἠχοῦν περιττὰ ὅλα αὐτά; Σίγουρα εἶναι ἀνούσια ἂν προτιμοῦμε ἁπλῶς νὰ ἐπιπλέουμε ἀνυποψίαστοι γιὰ τὶς ὑποθαλάσσιες ὀμορφιές, ἂν ἡ φαντασία καὶ ἡ παρατηρητικότητά μας ἔχουν ἀτονίσει καὶ τὸ λεξικὸ σκονίζεται στὸ ράφι.
Θὰ ἐπανέλθουμε…
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012