ΠΩΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1989-1990 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΤΟ 1990 ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΝΤ
=== του Δημητρίου Πλατή
=== Στις σελίδες 137 έως 144 στο Βιβλίο Ιστορίας της Α΄ Λυκείου το σχολικό έτος ...1989-1990 με τίτλο ΄΄Ιστορία του Ανθρώπινου Γένους΄΄ του Λ. Σταυριανού αναφερόταν η μεθοδολογία με την οποία ένα κράτος που απεμπολούσε τα στοιχεία της πολιτιστικής και πολιτισμικής του νοημοσύνης και συνέχειας και που σχετίζονταν με την αυτογενή στήριξη από το εγχώριο νόμισμα της εγχώριας παραγωγής, υπαγόταν στο ΔΝΤ με όλες τις συνέπειες που αυτό κομίζει.
=== Με επίκλιση κάθε φορά δήθεν συμβατικά άλλοθι για να νομιμοποιούνται ακραίες ενέργειες κυβερνητικών τυχοδιωκτισμών από πολιτειακούς ακτιβισμούς καταστρατηγούνταν βασικές αρχές ισότητας, δικαιωμάτων και αναγνώρισης της ακεραιότητας του πολίτη και της κοινωνίας του.
=== Ανεξάρτητα από το εάν κάποιος συμφωνεί ή όχι πολιτικά η πιστότητα των ιστορικών αναφορών οδηγεί έναν μαθητή σε κριτική σκέψη και από εκεί σε ένα σκεπτόμενο πολίτη.
=== Επειδή η δεξιά το 1990 αναλαμβάνοντας την εξουσία και έχοντας σχεδιάσει την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ με τη Συνθήκη του Μάαστριχ μέσω του ευρώ, όπου το ευλογούν πλέον τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά, κατάργησε το βιβλίο για να μην μαθαίνουν οι νέοι και οι μαθητές για το ΔΝΤ.
=== Ακολουθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο που καταργήθηκε το 1990.
«…Ενώ η Επανάσταση Υψηλής Τεχνολογίας αυξάνει την παραγωγικότητα και την ευημερία, το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και φτωχών χωρών συνεχίζει να διευρύνεται. Και ο ρυθμός αυτής της διεύρυνσης όλο και επιταχύνεται. Ο μέσος όρος του κατά κεφαλήν εισοδήματος στον Πρώτο Κόσμο σε αναλογία με τον Τρίτο Κόσμο ήταν 3 προς 1 το 1500. Είχε αυξηθεί σε 5 προς 1 το 1850, σε 6 προς 1 το 1900, σε 14 προς 1 το 1970 και σύμφωνα με σημερινές εκτιμήσεις υπολογίζεται να φτάσει σε 30 προς 1 το 2000. Αυτά δείχνουν οι στατιστικές. Ας δούμε όμως πώς ερμηνεύονται για την ανθρώπινη ζωή. Δείχνουν ότι το αναμενόμενο ανώτατο όριο ζωής στη Νορβηγία είναι 76 χρόνια, ενώ είναι 38 χρόνια στην Αιθιοπία. Δείχνουν επίσης πως η παιδική θνησιμότητα (θάνατος στο πρώτο έτος ζωής) βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής και στη Μπούρμα και τη Ζάμπια αντίστοιχα σε αναλογία 20 προς 200. Αποκαλύπτουν ακόμα ότι οι αγράμματοι ενήλικες είναι 72% στην Αφρική και τα Αραβικά κράτη ενώ είναι μόνο 2% στη Δ. Ευρώπη και τη Β. Αμερική. Κι ακόμα αυτές οι στατιστικές πληροφορούν ότι το 1981 η Βραζιλία εξήγαγε ανθρώπινο αίμα αξίας 500 εκ. δολλαρίων στις αναπτυγμένες χώρες. Στην πόλη του Ρίο Ιανέϊρο, πάνω από 1000 εμπορικές τράπεζες αίματος αγοράζουν αίμα από τους πάμπτωχους κατοίκους και το πουλούν σε ντόπια νοσοκομεία και πολυεθνικές εταιρείες που, μετά από τη σχετική επεξεργασία, το εξάγουν σε χώρες του εξωτερικού. Και δεν είναι μόνο η Βραζιλία. Κι άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου πουλούν το αίμα των πολιτών τους, για να εξασφαλίζουν το απαραίτητο γι’ αυτές ξένο συνάλλαγμα. Έτσι το αίμα ρέει από τον Τρίτο Κόσμο στον Πρώτο μαζί με τον καφέ, τη ζάχαρη, τις τροπικές καρύδες, τα χειμερινά φρούτα και τα λαχανικά.
Αυτή η τραγική αντίθεση ανάμεσα στον πλούσιο Βορρά και το φτωχό Νότο είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Στην αρχαιότητα η Β. Ευρώπη ήταν υπανάπτυκτη και φτωχή. Η αντιστροφή αυτή συνέβη μετά το 1500, όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να επεκτείνονται σε υπερπόντιες χώρες και ανάγκασαν τους ιθαγενείς των αποικιών τους να στραφούν από τις καλλιέργειες για τη βασική διατροφή τους σε καλλιέργειες και παραγωγή προϊόντων και εξόρυξη ορυκτών που μπορούσαν να εξάγονται πια για το κέρδος των Ευρωπαίων. Αφού τα κέρδη πήγαιναν στην Ευρώπη, το αποτέλεσμα ήταν να διαφοροποιηθεί ο κόσμος του σήμερα και να διαμορφωθεί έτσι ο πλούσιος Πρώτος Κόσμος και ο φτωχός Τρίτος Κόσμος.
Για να δούμε ακριβώς πώς συνέβη αυτό, μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα την Κύπρο με τα ορυχεία χαλκού που διαθέτει. Το 1912 ένας Αμερικανός, ο Συνταγματάρχης Σήλη Μαντ (Seely W. Mudd) ανέλαβε την εκμετάλλευση των Κυπριακών Ορυχείων. Το μετάλλευμα ήταν πρώτης ποιότητας, τα ημερομίσθια στο νησί ήταν χαμηλά σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε σε άλλα μέρη του κόσμου. Έτσι η Εταιρεία των Κυπριακών Ορυχείων του Συνταγματάρχη Μuddσύντομα έστελνε τεράστια μερίσματα από τις μετοχές της στις Η.Π.Α. Τα μεγαλύτερα κέρδη παρουσιάστηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι τιμές του χαλκού έφτασαν στα ύψη. Η εταιρεία παρουσίασε 100 εκατομμύρια δολλάρια κέρδος στη διάρκεια μόνο αυτών των μεταπολεμικών χρόνων.
Κατόπιν τα κοιτάσματα του χαλκού εξαντλήθηκαν και τα ορυχεία στην Κύπρο έκλεισαν. Η Εταιρεία βέβαια γνώριζε ότι ο χαλκός εξαντλιόταν κι έτσι χρησιμοποίησε ένα μέρος από τα κέρδη, για να ανοίξει νέες επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα η Κυπριακή Εταιρεία Ορυχείων περιλαμβάνει ορυχεία σιδήρου στην Αυστραλία και το Περού, ένα ορυχείο χαλκού στην Αριζόνα, επιχειρήσεις ξυλείας και πριονιοτήρια στο Όρεγκον, στην Καλιφόρνια, στην Αλαμπάμα και στη Βρετανική Κολομβία, μια ναυτιλιακή εταιρεία στον Παναμά, ένα εργοστάσιο τσιμέντου στη Χαβάη και δυο χημικά εργοστάσια στην Ολλανδία.
Η οικογένεια του Μudd, ωστόσο, δεν αφιέρωσε όλο της τον καιρό αποταμιεύοντας χρήματα. Επένδυσε ένα μέρος από τα κέρδη της, που πραγματοποίησε στην Κύπρο, σε διάφορες αγαθοεργίες. Αυτές περιλαμβάνουν το Κολλέγιο Harvey Mudd στο Κλαίρμοντ της Καλιφόρνιας, ένα κτίριο για το Φιλοσοφικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, δωρεές στα Κολλέγια Πόμονα και Κλαίρμοντ της Καλιφόρνιας και ένα κτίριο για το Μηχανολογικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Τι έκαναν όμως για τον Κυπριακό λαό; Τι έκαναν για το νησί, από όπου ξεκίνησε η οικονομική αυτοκρατορία των Μudd; Το Αμερικανικό Εμπορικό περιοδικό Βusiness Week έγραψε στις 10 Οκτώβρη του 1964 ότι η Εταιρεία Ορυχείων της Κύπρου είχε πληρώσει ψηλά ημερομίσθια με τα Κυπριακά δεδομένα (4,62 με 5,60 δολλάρια την ημέρα). Επίσης τόνισε ότι η Εταιρεία είχε «πλουσιοπάροχα διαθέσει εκατομμύρια για σπίτια, σχολεία, ψυχαγωγικά κέντρα, ένα σύγχρονο νοσοκομείο, ένα πρόγραμμα για παροχή γάλακτος και γιαουρτιού για παιδιά». Το Βusiness Week φέρει τον αντιπρόεδρο της Εταιρείας να λέγει: «προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο, για να το αφήσουμε πίσω μας». Αλλά τι καλό άφησε στην πραγματικότητα πίσω της η εταιρεία εκτός από μερικά κτίρια και αναμνήσεις από τη διανομή του γάλακτος και του γιαουρτιού που γινόταν βέβαια δωρεάν; Άφησε, το χειρότερο, 2.400 άνεργους και ανοιχτά ορύγματα στα βουνά.
Αυτό δείχνει τη διαφορά μεταξύ του να χρησιμοποιείς τους φυσικούς πόρους για όφελος των ξένων μετόχων παρά να τους χρησιμοποιείς για όφελος των ντόπιων πληθυσμών. Η Εταιρεία Ορυχείων της Κύπρου χρησιμοποίησε το χαλκό της Κύπρου για τη σύσταση μιας παγκόσμιας οικονομικής αυτοκρατορίας των Μudd και για Πανεπιστημιακές σχολές για τους Αμερικανούς φοιτητές. Τα κέρδη όμως από το χαλκό θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί, για να αναπτυχθούν η γεωργία και οι βιομηχανίες του νησιού, έτσι που οι Κύπριοι θα είχαν μια αυτοδύναμη οικονομία μετά την εξάντληση των κοιτασμάτων του χαλκού. Και αντί να χτιστεί το Κολλέγιο Ηurvey Mudd στην Καλιφόρνια, θα μπορούσε να υπήρχε ένα άλλο Πανεπιστήμιο με ένα άλλο όνομα στο νησί της Κύπρου.
Ό,τι συνέβη στην Κύπρο γίνεται δυστυχώς σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1910, δύο χρόνια πριν ο συνταγματάρχης Μudd ξεκινήσει τις επιχειρήσεις του στα ορυχεία της Κύπρου, ένας άλλος Αμερικανός, ο Ντανιέλ Κουκενχάϊμ (Daniel Guggenheim) αγόρασε το μυθώδες ορυχείο Τσουκικαμάτα (Chuquicamata) της Χιλής για 25 εκατομμύρια δολλάρια. Επένδυσε άλλα 30 εκατομμύρια δολλάρια, για να αναπτύξει το ορυχείο, και το 1968 είχε πραγματοποιήσει κέρδη ύψους 2 δισεκατομμύρια δολλάρια. Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τα ορυχεία της Χιλής εφοδίαζαν το μεγαλύτερο μέρος του χαλκού, που ήταν απαραίτητος για τις πολεμικές βιομηχανίες της Αμερικής. Αλλά οι Αμερικανικές εταιρείες και η Κυβέρνηση των Η.Π.Α. πάγωσαν την τιμή στα 12 σεντς το πάουντ (= 453,6 γρ). Η Χιλή έχασε 500 εκατομμύρια δολλάρια εξαιτίας αυτής της τεχνητής χαμηλής τιμής.
Στη δεκαετία του 1960 η τιμή του χαλκού έπεσε και οι εταιρείες πλήρωναν όλο και λιγότερο στην Κυβέρνηση της Χιλής. Ο Σαλβατόρ Αλλιέντε κέρδισε τις εκλογές του 1970 με το σύνθημα “Ahora, elCobreisChileno“. (Τώρα ο χαλκός είναι Χιλιανός). Μόλις έγινε Πρόεδρος, ο Αλλιέντε εθνικοποίησε τα ορυχεία χαλκού. Αποζημίωσε με μικροποσά τις Αμερικανικές Εταιρείες, με το επιχείρημα ότι είχαν ήδη πολύ γενναιόδωρα αμειφθεί με τα υπέρογκα κέρδη που είχαν πραγματοποιήσει από το 1910.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον ήταν η ίδια, όπως είναι σε ολόκληρο τον κόσμο σε περίπτωση που θεωρεί ότι απειλούνται τα Αμερικανικά συμφέροντα, Ο Αλλιέντε κατηγορήθηκε ότι δεν ήταν Χιλιανός εθνικιστής που υπεράσπιζε τα Χιλιανό εθνικά συμφέροντα, αλλά ένας Μαρξιστής που διέδιδε το διεθνή κομμουνισμό. Ο Υπουργός Εξωτερικών Χένρυ Κίσιντζερ (Henry Kissinger), είπε «Δε βλέπω το λόγο να παραμείνουμε θεατές σε μια χώρα που γίνεται Κομμουνιστική εξαιτίας της ανευθυνότητας του λαού της»*, (που σήμαινε ότι η Ουάσιγκτον θα αποφάσιζε ποια έθνη στον κόσμο θεωρούνται «υπεύθυνα ή ανεύθυνα»). Ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον (Richard Nixon) απλώς εφάρμοζε τη θεωρία του επεμβατισμού, όταν έδωσε τη διαταγή: «Η Χιλή πρέπει να σωθεί…. 100 εκατομμύρια δολλάρια διαθέσιμα, και περισσότερα αν παραστεί ανάγκη… ώστε να κάνει την οικονομία της Χιλής να στενάξει»**, (που σήμαινε ότι η Ουάσιγκτον θα «έσωζε» τη Χιλή από τους Χιλιανούς!).
Και η εντολή του Νίξον εκτελέστηκε. Η οικονομία της Χιλής εξαναγκάστηκε να «στενάξει». Παλιότερα η Χιλή είχε κάνει εισαγωγή Αμερικανικού σιταριού με πίστωση. Τώρα τα φορτία με σιτάρι σταμάτησαν να έρχονται, όπως επίσης σταμάτησαν οι πιστώσεις από διεθνείς οργανισμούς, όπως π.χ. από τη Διεθνή Τράπεζα. Επίσης στάλθηκαν μυστικά χρήματα, για να υποστηρίξουν τους αντιπάλους του Αλλιέντε μέσα στη Χιλή. Τελικά ο Χιλιανός Στρατός, που είχε ενισχυθεί κατάλληλα από την Ουάσιγκτον, ανέτρεψε τη νόμιμη κυβέρνηση το Σεπτέμβριο του 1973. Ο Αλλιέντε δολοφονήθηκε στο Προεδρικό μέγαρο στη διάρκεια του πραξικοπήματος. Μόλις ο Στρατηγός Πινοσέτ εγκαθίδρυσε τη στρατιωτική δικτατορία, 600.000 τόννοι Αμερικανικό σιτάρι άρχισε να ρέει κυριολεκτικά στη Χιλή και μάλιστα με πίστωση. Ταυτόχρονα η Διεθνής Τράπεζα και άλλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί άρχισαν πάλι τη χορήγηση δανείων στη Χιλή.
Όταν οι λαοί του Τρίτου Κόσμου προσπαθούν να αλλάξουν, προς όφελος τους, τις άνισες σχέσεις τους με τις πλούσιες χώρες του Πρώτου Κόσμου, προβάλλεται η απειλή της άλλης Υπερδύναμης και πίσω από το προκάλυμμα αυτό μεθοδεύονται οικονομικές – και πολλές φορές στρατιωτικές – ενέργειες, για να διατηρηθεί το Status Quo που λειτουργεί προς το συμφέρον των Διεθνών Τραπεζών και των πολυεθνικών εταιρειών. Κάποιες φορές οι στρατιωτικές ενέργειες είναι απροκάλυπτες, όπως συνέβη στην περίπτωση του Βιετνάμ. Συνηθέστερα όμως είναι ενέργειες μυστικές – όπως έγινε στη Χιλή – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι σε γνώση ή τουλάχιστον με την ανοχή της πολιτικής ηγεσίας (βλ. υποσημείωση 2 σελ. 117).
Οι συγκαλυμμένες αυτές ενέργειες και δραστηριότητες, που έχουν ακτίνα δράσης σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, πραγματοποιούνται κύρια από τις μυστικές υπηρεσίες και ο αριθμός τους είναι πράγματι εντυπωσιακός. Το σημαντικό γεγονός πάντως είναι ότι συνδυάζονται με δραστηριότητες των διεθνών οικονομικών Οργανισμών, όπως της Διεθνούς Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.). Επειδή οι Η.Π.Α. συνεισφέρουν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό σ’ αυτούς τους οργανισμούς, ασκούν την επιρροή τους για τη διάθεση των δανείων. Τα δάνεια αυτά χορηγούνται κάτω από συγκεκριμένους όρους που επιβάλλουν συμπίεση των αμοιβών των εργαζομένων, διευκόλυνση της κερδοσκοπικής δραστηριότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, περιστολή των κοινωνικών δαπανών κτλ., δηλαδή αναπαράγουν τις σχέσεις ανισότητας και στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου και μεταξύ της χώρας αυτής και των πλουσίων χωρών. Τα δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα παρέχουν εγγυήσεις ότι δε θα πραγματοποιηθούν σημαντικές μεταβολές στις σχέσεις αυτές γι’ αυτό και ενισχύονται και οικονομικά και στρατιωτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Χιλή, τη Ν. Κορέα, τη Ν. Αφρική και την Ταϋλάνδη τα ποσά που χορηγήθηκαν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αυξήθηκαν αλματωδώς, όταν ανέλαβαν την εξουσία δικτατορικά καθεστώτα.
Η Κεντρική Αμερική αποτελεί σήμερα (1984) ένα ζωντανό παράδειγμα τέτοιου είδους παρεμβάσεων. Οι ΗΠΑ επιδιώκοντας να διατηρήσουν τις ζωτικές ισορροπίες στην περιοχή στηρίζουν τα δικτατορικά καθεστώτα της περιοχής (Ελ Σαλβαντόρ) στρατιωτικά και οικονομικά, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν – ή και καθοδηγούν – στις αποσταθεροποιητικές ενέργειες κατά των καθεστώτων που προέκυψαν από την πτώση δικτατορικών καθεστώτων (Νικαράγουα).
Ως ιδεολογικό πρόσχημα παρόμοιων παρεμβάσεων χρησιμοποιείται πάντα σχεδόν ο φόβος της άλλης Υπερδύναμης, που «δικαιολογεί» τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του «ελεύθερου κόσμου». Ο Πρόεδρος Ρήγκαν σε ομιλία του στις 27 Απριλίου 1983 δικαιολογεί με τον ακόλουθο τρόπο τις απόψεις του για παρέμβαση στην Κεντρική Αμερική:
«Άραγε απαιτείται από τις δημοκρατίες να παραμένουν αδιάφορες, ενώ συσσωρεύονται οι απειλές για την ασφάλεια τους και την ευημερία τους; Πρέπει άραγε να δεχτούμε την αποσταθεροποίηση μιας ολόκληρης περιοχής από τη Διώρυγα του Παναμά έως το Μεξικό, στα νότια σύνορα μας; Η εθνική ασφάλεια όλων των Αμερικανών βρίσκεται σε κίνδυνο στην Κεντρική Αμερική».
Τη λογική αυτή, που ουσιαστικά εντάσσει την πορεία των χωρών του Τρίτου Κόσμου στους «ζωτικούς χώρους» και τα συμφέροντα των Υπερδυνάμεων δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούν οι λαοί του Τρίτου Κόσμου. Ο Πρόεδρος της Τανζανίας Τζούλιους Νιερέρε (Julius Nyerere) δηλώνει χαρακτηριστικά (Ιούλιος 1978) ότι, αν οποιοσδήποτε Αφρικανικός λαός ήθελε να αλλάξει Κυβέρνηση, ήταν ελεύθερος να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέληση του. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν πρέπει να υποθέσουν ότι έχουν το δικαίωμα, είτε εξ αιτίας του ψυχρού πολέμου, είτε για ιδεολογικούς λόγους, να αποφασίζουν τον τύπο της κυβέρνησης που πρέπει να έχουν οι Αφρικανικοί λαοί…. Δεν μπορούν «να παγιώνουν για πάντα Κυβερνήσεις διεφθαρμένες ή ανίκανες… Οι Αφρικανοί έχουν το ίδιο δικαίωμα να αλλάζουν τις Κυβερνήσεις αυτές στο δεύτερο μέρος του 20ου αιώνα όπως στο παρελθόν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ρώσσοι αναγκάστηκαν να ανατρέψουν τα δικά τους σάπια καθεστώτα. Πώς μπορούν λοιπόν οι λαοί της Αφρικής να στερηθούν αυτό το δικαίωμα;». Νation (Έθνος) 8-15 Ιουλίου 1978].
Οι δηλώσεις αυτές δεν εκφράζουν παρά την κραυγή της αγωνίας του Τρίτου Κόσμου που ζητά να καθορίσει τις τύχες του πέρα από τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, που ζητά να ανατρέψει τις άνισες σε βάρος του σχέσεις και να προχωρήσει σε μια νέα πορεία ανεξαρτησίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και προκοπής. Όσο ο ανταγωνισμός των Υπερδυνάμεων σε εξοπλισμούς θα εντείνεται και όσο η ανισότητα των πλούσιων χωρών του Βορρά σε βάρος των φτωχών χωρών του Νότου θα διευρύνεται θα προβάλλει αδήριτη η ανάγκη για μια άλλη κοινωνική πορεία, που θα επιτρέψει σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα να εκμεταλλευτεί τα αγαθά της τεχνολογικής επανάστασης, να δώσει τέλος στο δράμα των «φτωχών χωρών» που υπάρχουν σήμερα ανάμεσα σ’ έναν «πλούσιο κόσμο». …»
* New York Times, 26 Σεπτεμβρίου 1974.