ΧΡΗΣΤΟΥ Θ.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΠΙΤΙΜΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (5.7.2012)
Οι Έλληνες πολίτες από διετίας περίπου
βιώνουν δεινή οικονομική κρίση, οφειλόμενη κατά κύριο λόγο στην τραγική
ανεπάρκεια της Κυβερνήσεως της τελευταίας διετίας με αποτέλεσμα τα μεγαλύτερα
κοινωνικά στρώματα κάτω από την βαθειά οικονομική ύφεση που μας επέβαλε το
μνημόνιο και την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας να ευρίσκονται σε απόλυτη
υποβάθμιση της ζωής κάτω από το όριο της φτώχειας και να νιώθουν πνικτικό το
βρόγχο του αδιεξόδου.
Στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» της Κυριακής
(1-7-2012) διάβασα άρθρο του καθηγητού και συγγραφέα Γεωργίου Γιατρομανωλάκη με
τίτλο «Βίαιος διδάσκαλος σε σπουδαστήριο – ναρκοπέδιο» αναφερόμενο μεταξύ των
άλλων, στους τρόπους αντιμετωπίσεως των οικονομικών δυσκολιών που βιώνουν οι
πολίτες μέσα στην οριακή κατάσταση ενός εξαθλιωμένου κράτους.
Επισημαίνει δε εν περιλήψει ότι
«Αλληλεγγύη χωρίς παιδεία δεν υπάρχει. Πρέπει ημείς οι ίδιοι να καταφέρουμε
μόνοι μας να άρουμε τις αδικίες που υπάρχουν δίπλα μας».
Με αφορμή το ενδιαφέρον και επίκαιρο
αυτό άρθρο, θέλω να αναπτύξω τους λόγους οι οποίοι επιβάλλουν τον χαρακτηρισμό
της ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ως πράξεως υψηλής και ευγενούς με βαθύτατο πνευματικό, ηθικό
και κοινωνικό περιεχόμενο.
Είναι βεβαίως πολλοί οι λόγοι και γι’
αυτό είναι δύσκολο να τους αναπτύξω όλους με το άρθρο τούτο, περιορίζουμε ως εκ
τούτου στους κυριώτερους εξ αυτών, οι οποίοι κατά τη γνώμη μου, είναι:
Αον.
Η αλληλεγγύη ως σχέση αμοιβαίας ηθικής
ή υλικής στήριξης μεταξύ των ατόμων, στο πλαίσιο ενός συνόλου ανθρώπων που
υποφέρουν στη ζωή τους οικονομικώς και όχι μόνον, κατατάσσεται στις καλλίτερες
απολαύσεις της ζωής.
Το να δίδει κανείς στους άλλους όπου
και όταν μπορεί ό,τι είναι δυνατόν, ακόμη και απ’ το υστέρημά του, αποτελεί
πράξη εξαιρετική, η οποία ανεβάζει τον δίδοντα σε ανώτερη μοίρα. Τον ικανοποιεί
εσωτερικά, του παρέχει την συναίσθηση της εκπληρώσεως του καθήκοντος ως
ανθρώπου και πολίτου. Επομένως του εξασφαλίζει την ευχαρίστηση του δωρητού, τη
γαλήνη της συνειδήσεως, τη χαρά του ευεργέτου, την απόλαυση του σκεπτομένου ότι
έκαμε ένα καλό, με το να βοηθήσει ένα συνάνθρωπό του. Και μόνον όσοι δίδουν και
βοηθούν ποικιλοτρόπως τον συνάνθρωπό τους που έχει ανάγκη, είναι σε θέση να
μαρτυρήσει την αξία που έχει και την ικανοποίηση που φέρει η πράξη αυτή.
Μια μικρή βοήθεια σε εκείνον που
αγωνίζεται να σηκώσει ένα βάρος, μια διευκόλυνση σε όποιον δεν μπορεί να
τελειώσει μια υπόθεσή του, μια συμβουλή σε εκείνον που βρίσκεται σε δύσκολη
θέση, μια ενθάρρυνση σ’ όποιον είναι απογοητευμένος, ένας ειρηνικός λόγος σ’
έναν τρομαγμένο και αναστατωμένο, μια έκφραση συμπάθειας σ’ έναν
αναξιοπαθούντα, μια εκδήλωση αγάπης και καλοσύνης σ’ ένα δυστυχισμένο, μια προσπάθεια
συμβιβασμού σε δύο αλληλομαχωμένους, μια ανακούφιση σ’ ένα πάσχοντα, είναι
λίγες μόνο παροχές, πράξεις ευγενείς, ανώτερες, ευχάριστες, που όχι μόνο
αποδεικνύουν την ανωτερότητα και την υπεροχή του δίδοντος, αλλά ακτινοβολούν
αγάπη, καλοσύνη και χαρά και ασκούν βαθειά επίδραση στους άλλους. Και αυτό γιατί
δίδουν θάρρος στον αγώνα της ζωής, εξομαλύνουν τις διαφορές, κάνουν εγκάρδιες
τις σχέσεις των ανθρώπων, μαρτυρούν ευγένεια και ανωτερότητα και ανυψώνουν το
επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας, ενός έθνους, ενός λαού.
Ο πρώτος λόγος συνεπώς του
χαρακτηρισμού της Αλληλεγγύης ως πράξεως με βαθύτερο πνευματικό, ηθικό και
κοινωνικό περιεχόμενο είναι ότι «το δίδειν εξασφαλίζει εσωτερική χαρά στον
δίδοντα».
Βον.
Δεύτερος σοβαρός λόγος για τον οποίο
πρέπει να δίδουμε, είναι το γεγονός ότι δίδοντες εκπληρώνουμε κοινωνικό
καθήκον, προερχόμενον από την διδασκαλία και σαφή εντολή του Θεανθρώπου.
Το κήρυγμα του Λυτρωτού μας Χριστού
λέγει, ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδελφοί μεταξύ μας, γιατί έχουμε ένα
πατέρα, το Θεό. Παραθέτω μερικές περικοπές του κηρύγματός του.
«Αγαπάτε αλλήλους … εν τούτω γνώσονται
πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχετε εν αλλήλοις … Εντολήν καινήν
δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, πάντες γαρ ημείς αδελφοί εστέ…» (Ιωάν. ι.γ.
34, ιε 17, Ματθ. Κγ’ 8 και σε διάφορα άλλα χωρία).
Στους μακαρισμούς εξ άλλου λέγει:
«πάντα όσα θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ποοιείτε και ημείς ομοίως…. Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί
ελεηθήσονται….. εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου τηρήσατε … ουχ ο λέγων μοι
Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο τηρών τας εντολάς Μου, ούτος Μαθητής Μου εστί. Τω αιτούντι σε δίδου και από του
θέλοντος δανεισθήναι από σου, μη αποστραφείς…» (Ματθ. Στ’ 42, ε’ 7 και
άλλα). Στην παραβολή της μελλούσης Κρίσεως δικαιολογεί ο Χριστός απόλυτα την
ανταμοιβή των διδόντων και την καταδίκη των αρνούντων να δώσουν, σ’ άλλο δε
σημείο (Ματθ. ι’ 42) μας πληροφορεί ότι «και
ποτήριον ψυχρού ύδατος ου μη απωλέσει τον μισθόν αυτού» δηλαδή θα ανταμειφθεί.
Αρκούν τα ανωτέρω για να αποδείξουν
γιατί πρέπει να δίδουμε ό,τι μπορούμε στους συνανθρώπους μας, ιδίως όταν από
ανάγκη μας το ζητούν.
Γον.
Άλλος σπουδαίος λόγος για τον οποίον
οφείλουμε να δίδουμε, είναι ότι έτσι μετριάζουμε
την κοινωνική αδικία που υποσκάπτει τα θεμέλια της κοινωνίας. Όλοι γνωρίζουμε ότι στη σημερινή
κοινωνία βασιλεύει δυστυχώς η κοινωνική αδικία. Απέχουμε πολύ από το ανώτερον
εκείνο σημείο πολιτισμού, που εξαφανίζει την αδικία, ισχύει η αξιοκρατία και η
κοινωνική μας οργάνωση να πλησιάζει την τελειότητα και συνεπώς κάθε τι που γίνεται
στην κοινωνία να είναι δίκαιο, νόμιμο, ηθικό, τίμιο και άψογο.
Η αλληλοβοήθεια λοιπόν και η
ελεημοσύνη χρειάζονται γιατί αποβλέπουν, μεταξύ των άλλων, στο να μειώνουν τον
εγωισμό και την ιδιοτέλεια και να εξημερώνουν την ανθρώπινη ψυχή. Ανυψώνει η
αλληλεγγύη το ηθικό, το πνευματικό και το βιοτικό επίπεδο των οικονομικά
ασθενέστερων τάξεων, λιγοστεύει το άφθονο γύρω μας κοινωνικό κακό και
εξυγιαίνει κατά το δυνατόν την ατελή κοινωνική οργάνωση και αυξάνει την πρόοδο
και τον πολιτισμό της ανθρωπότητος. Αποκαθιστά την κλονισμένη κοινωνική
ισορροπία και εμπεδώνει την ηθική τάξη και συντελεί στην επικράτηση της
αληθείας, του δικαίου, της ηθικής και της αρετής.
Η κοινωνία μας για να σταθεί όρθια
στις δύσκολες ημέρες που διέρχεται χρειάζεται δύο πράγματα, Δικαιοσύνη και αλληλοβοήθεια. Γιατί το ένα δεν μπορεί να σταθεί
χωρίς το άλλο και να δώσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όταν απονέμουμε
δικαιοσύνη πρέπει ν’ αναμιγνύουμε και λίγη φιλανθρωπία. Και αντίθετα όταν
ανακουφίζομε άλλους, να προσθέτουμε και λίγη δικαιοσύνη. Μη λησμονούμε ότι η
δικαιοσύνη είναι κόρη της αγάπης και της ευσπλαχνίας και οφείλουμε να είμαστε
φιλεύσπλαχνοι, αλλά μετά δικαιοσύνης.
Δον.
Ο τέταρτος λόγος που μαρτυρεί για την
υπερτάτη αξία της αλληλεγγύης και
του δίδειν στους συνανθρώπους
μας, είναι το γεγονός ότι η αλληλοβοήθεια αποτελεί
γενικό νόμο, που εφαρμόζεται
σ’ όλη τη φύση και τη ζωή.
Αν ρίξουμε ένα βλέμμα γύρω μας θα
δούμε πόσον ολόκληρη η ζώσα και αισθανομένη κτίση εφαρμόζει απόλυτα το νόμο
αυτό. Θα δούμε με πόση αγάπη και αυτοθυσία συχνά τα ζώα όλων των κατηγοριών
φυλάσσουν και προστατεύουν τα
αδύναμα μικρά τους, πόσον
ενδιαφέρον δείχνουν, ορισμένα τουλάχιστον εξ αυτών, για τα ασθενούντα όμοιά τους, πόσο φροντίζουν για τα γηράσκοντα και
πόσο σπεύδουν να αλληλλοβοηθούνται σε περιπτώσεις κινδύνου από εχθρούς ή από
έλλειψη τροφής.
Αν, λοιπόν, η αλληλοβοήθεια
εφαρμόζεται ακόμα και στα άλογα ζώα, εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει πόσον ο
νόμος αυτός της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, οφείλει να ισχύει στις
κοινωνίες των λογικών ανθρώπων, που αποτελούν την κορωνίδα της δημιουργίας.
Εον.
Συνοπτικά παραθέτω λίγες λέξεις για
τον πέμπτο και τελευταίο λόγο, που επιβάλλει να δίδουμε και να βοηθούμε κατά
δύναμη τους ομοίους μας.
Είναι, όπως αναφέρω και παραπάνω, το
γεγονός ότι με την αλληλεγγύη, την φιλευσπλαχνία, την αλληλοβοήθεια και την
ελεημοσύνη πλησιάζουμε προς
τον Πατέρα και Δημιουργό μας Θεό, τον Δοτήρα παντός αγαθού. Γιατί όπως είναι γνωστόν, ο Θεός δίδει
παντού και πάντοτε τα πάντα. Μας δίδει τη ζωή, την υγεία, τη χαρά, τ’ αγαθά του
κόσμου τούτου, την ευτυχία, την αιωνιότητα, τη δυνατότητα να Τον πλησιάζουμε
και να ζούμε κοντά Του, ως αληθινά παιδιά Του. Για να επιτύχουμε συνεπώς αυτό
δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά μόνο δίδοντες, όχι ό,τι δεν έχουμε φυσικά, ούτε ό,τι
δεν μπορούμε, αλλά ό,τι διαθέτουμε, ό,τι είναι δυνατόν εκάστοτε, προς πάντα
στερούμενο και έχοντα ανάγκην.
Στον.
Θα αποτελούσε παράλειψη αν δεν ανέφερα
την δραστηριότητα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Κοσμά, ο οποίος πιστός
και αταλάντευτος διαχρονικά στο δόγμα της Χριστιανοσύνης «αιρετώτερον εστι
διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν», συμβάλλει παντοιοτρόπως στην ανακούφιση των
αδυνάτων συμπατριωτών μας με προσωπικές και συλλογικές πρωτοβουλίες του.
Πρέπει αμερόληπτα και ανυστερόβουλα να
αναγνωρίσουμε ότι ο Ποιμενάρχης μας κ. Κοσμάς, έχει πλήρη συνείδηση του
μηνύματος που διαιωνίζει η Ορθοδοξία ανά τους αιώνες, μηνύματος που αποτελεί
την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας και συμπυκνώνεται στη φράση Γρηγορίου του
Θεολόγου «αλλοιώθητι την καλήν αλλοίωσιν», την αδιάκοπη αλλαγή και ανανέωση του
κόσμου και των ανθρώπων με την αμέριστη βοήθεια του ενός προς τον άλλον και την
αλληλεγγύη των ανθρώπων με το υπέρτατον αγαθόν της αγάπης.
Ζον.
Σε επόμενο άρθρο μου θα διαπραγματευθώ
το επίσης σοβαρό και σχετικό θέμα, κατά ποίον τρόπον πρέπει να δίδουμε και να εκδηλώνουμε την
αλληλεγγύη. Επισημαίνω ενδεικτικώς ότι επιβάλλεται να δίδουμε με
ανιδιοτέλεια και μυστικότητα, αποφεύγοντες το πνεύμα της επιδείξεως, να δίδουμε
ανάλογα με τις ανάγκες, να σεβώμαστε την προσωπικότητα των λαμβανόντων και κατά
προτίμηση οι παροχές να δίδωνται εν ζωή και όχι μεταθανάτια.-
(Χ.Θ.Π.)