Απο τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, η άτυχη Ελλάδα.
Αναδημοσιεύμουμε στη συνέχεια ένα εξαιρετικό άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό "η φύση" τεύχος 115, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2006.
Ο «αργυροδίνης» Αχελώος, πρωτότοκος και μεγαλοπρεπέστερος των ποταμών, πρωταγωνιστεί σε πολλούς από τους αρχαίους Ελληνικούς μύθους.O πιο πολυσυζητημένος όμως μύθος για τον ποταμό-θεο μάλλον δεν είναι αρχαίος, αλλά σύγχρονος. Ένας μύθος αντίστοιχος εκείνου της πάλης του με τον Ηρακλή. Ένας μύθος με καλούς και κακούς, στον οποίο οι υπέρμαχοι της ‘ανάπτυξης’ και του ‘εκσυγχρονισμού’ μάχονται ‘σκοτεινά συμφέροντα’ και οι πανδαμάτωρες πολιτικοί και μηχανικοί, ως νέοι Ηρακλείς, πασχίζουν να τιθασεύσουν την ‘ατελή’ και ‘σπάταλη’ φύση. Ένας μύθος γεμάτος παραλογισμούς, προχειρότητα, δολοπλοκίες, πολιτικά παιχνίδια, υποσχέσεις και ψέματα.
Ο μύθος της εκτροπής
Η ιστορία αυτή ξεκινά τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 με το όνειρο της πλήρους άρδευσης του Θεσσαλικού κάμπου για εντατική ανάπτυξη της γεωργίας. Αν και η εκτροπή του Αχελώου είχε αρχικά απορριφθεί ως οικονομικά και ενεργειακά ασύμφορη, επανήλθε το 1972 μέσα από μια πρόταση του μηχανικού της ΔΕΗ Σ. Μαγειρία. Η μεγαλεπήβολη εκείνη ιδέα - που, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρότεινε την εκτροπή 5-6 ποταμών προς τη Θεσσαλία, ώστε να «εξασφαλιστεί η άρδευση ολόκληρης της Θεσσαλικής πεδιάδας για πάντα (!)» και ο Πηνειός να γίνει πλωτός μέχρι τα Τρίκαλα - κατέδειξε ως εφικτή την εκτροπή υδάτων του Αχελώου από ταμιευτήρα στη Συκιά, στοιχείο που έγινε κοινά αποδεκτό και έκτοτε αποτέλεσε τη βάση όλων των σχεδιασμών του έργου.
Η εκτροπή είχε από την πρώτη στιγμή έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που εξήγγειλε το έργο το 1983 περίπου ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα του κάμπου, επιδίωξε να το συνδέσει με τους αγώνες για την απόκτηση γης ενάντια στα τσιφλίκια και τα μεγάλα συμφέροντα, καθώς και -σύμφωνα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής- με τη στάση ενάντια στην ΕΟΚ. Η αδιάκοπη έκτοτε πολιτική εκμετάλλευση του θέματος, από όλα τα κόμματα, δημιούργησε τεράστιες προσδοκίες στους Θεσσαλούς αγρότες και καλλιέργησε κλίμα που δεν επιτρέπει, ακόμα και σήμερα, την αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων.
Στην αρχική του μορφή το σχέδιο της εκτροπής περιλάμβανε δύο μεγάλα φράγματα στον Άνω Αχελώο (στη Μεσοχώρα και τη Συκιά) και δύο μικρότερα προς την πλευρά του κάμπου (στην Πύλη και το Μουζάκι). Με σταθμούς παραγωγής ενέργειας, σήραγγες μεταφοράς του νερού, καθώς και εκτεταμένα αρδευτικά και αποστραγγιστικά δίκτυα για τη διαχείριση των υδάτων στην πεδιάδα, εμφανιζόταν ως ενιαίο έργο πολλαπλής σκοπιμότητας.
Πρωταρχικός στόχος ήταν η άρδευση και η αύξηση της γεωργικής παραγωγής και δευτερεύοντες στόχοι η ύδρευση οικιστικών συγκροτημάτων, η βελτίωση της ποιότητας των υδάτων του Πηνειού και των υπογείων υδροφορέων και η παραγωγή ενέργειας. Σύμφωνα με τις τότε εξαγγελίες το έργο θα ολοκληρωνόταν σε μία δεκαετία.
Με το πέρασμα των χρόνων, το έργο μετασχηματίστηκε πολλές φορές. Μετά από ισχυρές πιέσεις της ΔΕΗ (της οποίας το ενεργειακό πρόγραμμα αποδυναμωνόταν από την απόληψη υδάτων του Αχελώου), αλλά κυρίως μετά την απόλυτη άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χρηματοδοτήσει τα αρδευτικά έργα, το «ενιαίο» έργο κατακερματίστηκε και τα φράγματα του Αχελώου παρουσιάστηκαν ως αυτοτελή ενεργειακά έργα. Η μεταφερόμενη ποσότητα ύδατος μειώθηκε από 1,5 δις μ3 αρχικά σε 1,1 δις μ3 και αργότερα σε μόλις 600 εκ. μ3. Τα φράγματα Πύλης και Μουζακίου απαλείφθηκαν και αργότερα προστέθηκαν ξανά, ενώ τελικά η εκτροπή βαφτίστηκε «οικολογική» (!) και ως κύριος στόχος της παρουσιάζεται πλέον η αναβάθμιση του οικοσυστήματος του Πηνειού.
Φυσικά, αυτές τις δύο δεκαετίες μιλούν πάντα στους Θεσσαλούς για γεωργική ανάπτυξη με τα νερά του Αχελώου!
Όπως ήταν αναμενόμενο, το κολοσσιαίο αυτό εγχείρημα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Οι μεγάλες οικολογικές οργανώσεις (ανάμεσά τους και η ΕΕΠΦ) αλλά και τοπικοί φορείς της Αιτωλοακαρνανίας προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο τέσσερεις διαδοχικές φορές (1994, 2000, 2005 και 2006 ) απέρριψε τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και έβαλε φρένο στο έργο.
Τον Ιούλιο 2006 ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, παρέκαμψε τον ενοχλητικό σκόπελο του ΣτΕ με την ψήφηση τροπολογιών που κατατέθηκαν σε άσχετο νομοσχέδιο! Η πρώτη ορίζει πως, έως το 2009 (τελική προθεσμία, από την Ε.Ε., για την έγκριση Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης των υδάτων της χώρας), «επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής, καθώς και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη», προκειμένου να καλυφθούν «επιτακτικές ανάγκες ύδρευσης πόλεων και οικισμών». Με τη δεύτερη, το ΥΠΕΧΩΔΕ υποβάλλει και εγκρίνει το σχέδιο διαχείρισης των λεκανών απορροής Αχελώου και Πηνειού, που φυσικά περιλαμβάνει την εκτροπή.
Δεν είναι η πρώτη φορά στο χρονικό της εκτροπής, που η Διοίκηση περιφρονεί, αγνοεί ή παρακάμπτει τις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας, επειδή δεν την εξυπηρετούν.
Με σπασμωδική πρόοδο των έργων ολοκληρώθηκαν, γύρω στο 2000, το φράγμα και ο υδροηλεκτρικός σταθμός της Μεσοχώρας, που όμως δεν λειτουργούν, καθώς δεν έχει επιλυθεί ακόμα το ακανθώδες θέμα των αποζημιώσεων και της μετεγκατάστασης των κατοίκων της Μεσοχώρας. Έχουν επίσης προχωρήσει αρκετά οι εργασίες στο φράγμα της Συκιάς και την έξοδο της σήραγγας εκτροπής, η οποία έχει διανοιχθεί περίπου στο μισό της μήκος.
Οι αντιρρήσεις για το έργο αφορούν όλες τις πολλές παραμέτρους του, συνοψίζονται όμως στις ακόλουθες βασικές ενότητες:
Ένδεια των περιβαλλοντικών μελετών
Οι πρώτες μελέτες για επί μέρους τμήματα του έργου εκπονήθηκαν (μεταξύ 1986-1989) σε μικρά χρονικά διαστήματα, με ελάχιστη εργασία πεδίου και συχνά βασίστηκαν σε προϋπάρχοντα στοιχεία αμφίβολης αξιοπιστίας, ιδιαίτερα στον υδρολογικό τομέα, τον πιο κρίσιμο από όλους.
Ο αυθαίρετος και αντιεπιστημονικός περιορισμός των μελετών στο χώρο ‘άμεσης επιρροής’ των έργων, δεν επέτρεπε την εξαγωγή ουσιωδών συμπερασμάτων για τον ευρύτερο χώρο πέρα από τα όρια των έργων και για το ποτάμιο σύστημα κάτω από τα φράγματα, ούτε επέτρεπε αξιολόγηση των αλληλεπιδράσεων, της συνέργειας και των αθροιστικών επιπτώσεων των έργων, ιδιαίτερα σε βάθος χρόνου.
Οι μελέτες αυτές δεν εξέτασαν ποτέ τη ‘μηδενική λύση’ (δηλαδή τις επιπτώσεις και τα οφέλη που θα υπήρχαν αν δεν γινόταν η εκτροπή και το υδατικό έλλειμμα της Θεσσαλίας καλυπτόταν από τοπικές εναλλακτικές λύσεις), ενώ για τον Θεσσαλικό χώρο που θα επηρεαζόταν από την εκτροπή δεν γράφτηκε ούτε μία λέξη.
Όταν το ΣτΕ απαίτησε, το 1994, συνολική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που θα αξιολογούσε όλες τις παραμέτρους, τόσο για τη Δυτική Ελλάδα, όσο και τη Θεσσαλία (μελέτη για την οποία ανεξάρτητοι μελετητές της ΕΕ υπολόγιζαν ότι θα χρειαστούν περίπου τέσσερα χρόνια), η απάντηση ήταν απλή: η νέα συνολική(!) ΜΠΕ, που εκπονήθηκε στο εκπληκτικό διάστημα …τριών μηνών με τη ‘συρραφή’ των παλαιών μελετών, τη διόρθωση (όχι και τόσο επιμελή) των λαθών που είχαν ήδη επισημάνει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις προσθήκες νέων στοιχείων, όπου κρίθηκε επιβεβλημένο, χωρίς και πάλι εργασία πεδίου.
Παρά τις έκτοτε επικαιροποιήσεις, η συνολική ΜΠΕ χαρακτηρίζεται ακόμα από ασάφεια, ελλείψεις, παραλείψεις και παραπομπή σε …περαιτέρω μελέτες, ενώ είναι σαφής η προσπάθεια επιλεκτικής χρήσης στοιχείων για την εξαγωγή των επιθυμητών συμπερασμάτων. Το καθεστώς υπεράντλησης και κακής διαχείρισης του νερού στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, θεωρείται δεδομένο και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την κατασκευή του αρδευτικού δικτύου δεν συζητούνται καν. Τα στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί στη ΜΠΕ του έργου ως προς τις εκτάσεις που καλλιεργούνται, τις αποδόσεις των καλλιεργειών, την άρδευση και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, τη διαθεσιμότητα και τη χρήση αρδευτικού νερού, είναι ελλιπή και αποσπασματικά, ενώ είναι συγκλονιστική η ομολογούμενη έλλειψη αξιόπιστων υδρομετρικών στοιχείων για το δέλτα του Αχελώου, αλλά και τη Θεσσαλική πεδιάδα, μετά από 20 χρόνια ‘συστηματικής’ μελέτης του έργου!
Οι ΜΠΕ της εκτροπής σαφώς δεν πληρούν τις επιταγές του ΣτΕ και αδυνατούν να προβλέψουν ολοκληρωμένα τις πιθανές επιπτώσεις και να προτείνουν επαρκή επανορθωτικά μέτρα.
Αδυναμία αναμφισβήτητης τεκμηρίωσης της σκοπιμότητας
Η πρώτη ‘ολοκληρωμένη’ μελέτη σκοπιμότητας του τεράστιου αυτού έργου (αξίας 310 δις με τιμές 1997) συντάχθηκε το 1988 μέσα σε ….δύο μήνες με βάση μόνο τις ήδη υπάρχουσες μελέτες, χωρίς καθόλου νέα, πρωτογενή στοιχεία.
Πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες αξιολόγησης ενός επενδυτικού σχεδίου, του οποίου η αποδοτικότητα επεκτείνεται σε διάστημα δεκαετιών και εξαρτάται από παραμέτρους που μπορεί να μεταβληθούν από εξωγενείς και μη εθνικά ελεγχόμενες αιτίες, τόσο εκείνη, όσο και οι μεταγενέστερες μελέτες (1996, 2001), χαρακτηρίζονται από υπεραπλουστευτική μεθοδολογία, παραλείψεις και λανθασμένες επιλογές, συστηματική υποεκτίμηση κατηγοριών κόστους και υπερεκτίμηση κατηγοριών οφέλους, αυθαίρετη απάλειψη δαπανών, εξωπραγματικές παραδοχές σε σχέση με μελλοντικά οικονομικά μεγέθη και επιλεκτική χρήση στοιχείων για να εξαχθούν προαποφασισμένα συμπεράσματα.
Σταχυολογώντας παραδείγματα, στις νέες μελέτες δεν συνυπολογίζονται τα ‘ιστορικά κόστη’ (δαπάνες για έργα που έχουν ήδη γίνει –όπως το φράγμα της Μεσοχώρας– που φτάνουν με σημερινές τιμές τα 500 εκ. ευρώ), όπως και τα κόστη των ‘επιμέρους έργων’, των οποίων οι μελέτες προβλέπονται μεν αλλά δεν έχουν ακόμα συνταχθεί (έργα διαχείρισης του νερού στη Θεσσαλία), αλλά και το τεράστιο κόστος για την απαλλοτρίωση οικιών, κτισμάτων και γεωργικής γης και για την αποκατάσταση των κατοίκων της Μεσοχώρας.
Η γεωργική μελέτη χρησιμοποιεί ως βάση τις τιμές του έτους 1995 που είχαν διαμορφωθεί συγκυριακά σε υψηλά επίπεδα για τα περισσότερα από τα προϊόντα της περιοχής και είναι και σημαντικά μεγαλύτερες από τις τιμές των προηγουμένων και μετέπειτα ετών, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη ή υποκοστολογεί δραματικά τις αναγκαίες ιδιωτικές επενδύσεις για υποδομές άρδευσης στις εκμεταλλεύσεις, ούτε εξετάζει την τιμολογιακή πολιτική που θα ισχύσει για το νερό.
Στο ενεργειακό σκέλος η Καθαρή Παρούσα Αξία υπολογίζεται θετική με επιτόκιο προεξόφλησης 5,5%, όταν όμως κοινωνικό επιτόκιο προεξόφλησης, βάσει του οποίου αξιολογεί η ΔΕΗ τις επενδύσεις της είναι 8% (οπότε το έργο γίνεται οριακά βιώσιμο ή ασύμφορο ενεργειακά).
Το έμμεσο περιβαλλοντικό όφελος υπολογίζεται με αναξιόπιστη μεθοδολογία στο ύψος του 1,5 δις δρχ. ετησίως, ενώ αντίθετα το περιβαλλοντικό κόστος, αλλά και το κόστος συντήρησης και διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς ποσοστικοποιούνται αυθαίρετα και εμφανίζονται ελάχιστα, η δε χωρική κλίμακα αξιολόγησης δεν είναι ενιαία. Έτσι λοιπόν οι ενεργειακές και γεωργικές επιπτώσεις θεωρούνται ότι αφορούν όλη την Ελλάδα, οι περιβαλλοντικές όμως επιπτώσεις μόνο τους τοπικούς πληθυσμούς (!) και μάλιστα των περιοχών που θα ωφεληθούν, ενώ η ανάλυση περιορίζεται στην ποσοστικοποίηση μόνο χρηστικών αξιών (!) του περιβάλλοντος, «αφήνοντας για μελλοντική εφαρμογή (πότε άραγε;) την ποσοστικοποίηση μη χρηστικών αξιών, όπως αξία ύπαρξης, αξία κληροδότησης κ.α.».
Οι οικονομοτεχνικές μελέτες δεν κατορθώνουν να τεκμηριώσουν απόλυτα και με κοινά αποδεκτές μεθοδολογίες τη βιωσιμότητα της εκτροπής.
Σύγκρουση με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και ισχύουσες διατάξεις
Οι επιλογές και οι μελλοντική κατεύθυνση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ (η προώθηση γεωργίας μειωμένης έντασης, διεθνώς ανταγωνιστικής και συμβατής με την προστασία του περιβάλλοντος) ήταν ήδη γνωστές στις ελληνικές κυβερνήσεις πριν το 1983 και την αρχική εξαγγελία του έργου, αγνοήθηκαν όμως συστηματικά, τόσο στο σχεδιασμό του όσο και στα λεγόμενα στους Θεσσαλούς αγρότες, αφού κυρίαρχο στοιχείο στο αγροτικό κομμάτι παραμένει η εντατικοποίηση των αρδεύσεων και η διατήρηση των μονοκαλλιεργειών, κυρίως βαμβακιού.
Βασικό στοιχείο της ΚΑΠ είναι η εξοικονόμηση νερού στις υφιστάμενες χρήσεις και όχι η επέκταση της άρδευσης, γι’ αυτό και δεν χρηματοδοτήθηκε ποτέ το αρδευτικό τμήμα του έργου. Η αποσύνδεση επίσης των χορηγούμενων ενισχύσεων από την παραγωγή αναμένεται να μειώσει σημαντικά τις υφιστάμενες τάσεις για εντατικοποίηση της γεωργίας.
Πέραν των διεθνών εμπορικών συμφωνιών και του παγκόσμιου ανταγωνισμού (μειούμενες τιμές στο βαμβάκι που οδηγούν σχεδόν κάθε χρόνο σε κινητοποιήσεις στη Θεσσαλία), η καλλιέργεια του βαμβακιού μπορεί να έχει αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Έτσι, η ΕΕ καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα με περιορισμούς της επιδοτούμενης ανά παραγωγό έκτασης, της στρεμματικής απόδοσης που θεωρείται αποδεκτή και την επέκταση των Κωδίκων Ορθής Γεωργικής Πρακτικής (που περιλαμβάνουν διατάξεις για την εξοικονόμηση νερού και ειδικά σε περιοχές που υπάρχει έλλειψη) και στο βαμβάκι.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχει ήδη καθορίσει διοικητικά μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της βαμβακοκαλλιέργειας σε ολόκληρη την επικράτεια και η Μέγιστη Εγγυημένη Έκταση καλλιέργειας μειώθηκε κατά 11 % τα τελευταία χρόνια. Ακόμα, στο πλαίσιο καταπολέμησης της νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης, έχει θεσπισθεί το Σχέδιο Δράσης για το Θεσσαλικό πεδίο που θέτει περιορισμούς στην άρδευση, αλλά και προβλέπει τη μείωση της αρδευόμενης έκτασης, ενώ στην περιοχή των προτεινόμενων έργων εφαρμόζεται από δεκαετίας αγροτοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα που ενισχύει τις φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές, όπως η μείωση της αρδευόμενης έκτασης.
Η εκτροπή θα επιτείνει την εντατικοποίηση των καλλιεργειών, με αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου παραγωγής, που είναι αντίθετη με τα μέτρα στήριξης αγορών της νέας ΚΑΠ, καθώς και με τις διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Σύγκρουση με τις επιβολές της ΕΕ για ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη
Το έργο έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές που διέπουν σήμερα τον αναπτυξιακό σχεδιασμό και ιδιαίτερα τις αρχές της βιώσιμης (αειφόρου) ανάπτυξης, αλλά και με τη σύγκλιση των οικονομιών των περιφερειών, που είναι πρωταρχικός στόχος της ΕΕ.
Η εκτροπή θα ενισχύσει περαιτέρω τις ανισότητες μεταξύ των δύο γεωγραφικών ενοτήτων που αφορούν το έργο (Δυτική Ελλάδα-Θεσσαλία) λόγω της μείωσης των υδατικών πόρων εις βάρος της Αιτωλοακαρνανίας και της υποβάθμισης των φυσικών και πολιτισμικών πόρων που αποτελούν κύριο παράγοντα ανάπτυξης για τις λιγότερο ευνοημένες ορεινές περιοχές.
Η χρηματοδότηση του έργου αποκλειστικά από εθνικούς πόρους θα δεσμεύσει για πολλά χρόνια τεράστια ποσά προς όφελος μιας περιφέρειας, στερώντας πόρους από άλλες περιφέρειες με περισσότερες ανάγκες σε υποδομές, ενώ παράλληλα θα διευρύνει την ανισότητα στις υποδομές άρδευσης και την άνιση κατανομή εισοδηματικών μεταβιβάσεων της ΚΑΠ και θα οξύνει τις διαπεριφερειακές εισοδηματικές διαφορές.
Η διαχρονική πληθυσμιακή εξέλιξη του νομού Αιτωλοακαρνανίας εμφανίζει αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (σε αντίθεση με την Περιφέρεια Θεσσαλίας και το σύνολο της χώρας), το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο από το μέσο εθνικό, αλλά και από όλους τους νομούς της περιοχής μελέτης, η δε απασχόληση είναι σαφώς προσανατολισμένη στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα, δασοκομία και αλιεία).
Η αισθητική αλλοίωση του υψηλής αξίας φυσικού τοπίου, οι αρνητικές επιδράσεις της εκτροπής στα δάση και τους βιοτόπους του Άνω Αχελώου και της Νότιας Πίνδου και στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της Αιτωλοακαρνανίας, η διαταραχή της ισορροπίας γλυκού-αλμυρού νερού στις εκβολές του Αχελώου και η αύξηση της αλατότητας των εδαφών στην περιοχή, οι πιθανές μικρο- ή μακροκλιματικές αλλαγές στη λεκάνη του ποταμού, και η εκτεταμένη ή ολική καταστροφή μεγάλου αριθμού στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς στην περιοχή του Άνω Αχελώου θα στερήσουν πολύτιμους φυσικούς πόρους και θα αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο το ευάλωτο αναπτυξιακό υπόβαθρο της Αιτωλοακαρνανίας.
Η εκτροπή παραβιάζει κραυγαλέα την αρχή της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, σε βάρος της Δυτικής Ελλάδας.
Μη ενασχόληση με εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών
Οι μελέτες της δεκαετίας του ‘60 είχαν υποδείξει ως λύση για το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας μια σειρά τοπικών φραγμάτων και ταμιευτήρων. Η πιθανότητα εκτροπής υδάτων από τον Αχελώο έβαλε αυτές τις λύσεις στο περιθώριο, ενώ η κατάσταση επιδεινωνόταν με ανεξέλεγκτες υδροληψίες, υδροβόρα συστήματα άρδευσης, παράνομες γεωτρήσεις, γεωργική και αστική ρύπανση και υποβάθμιση του υδροφόρου ορίζοντα.
Παρά τις αντιδράσεις για το έργο και την τεράστια καθυστέρηση, η προσδοκία της εκτροπής έχει αναστείλει ως σήμερα κάθε προσπάθεια βελτίωσης των αρδευτικών συστημάτων ή αξιοποίησης του τοπικού δυναμικού. Οι απώλειες του ανοιχτού αρδευτικού δικτύου και της τεχνητής βροχής φτάνουν το 50-60 % ενώ οι παράνομες γεωτρήσεις ξεπερνούν τις 20.000 (όλες όμως ηλεκτροδοτούμενες από τη ΔΕΗ). Στις μελέτες, η χρήση των τοπικών υδάτινων πόρων εξετάζεται ελάχιστα και πάντα ως συμπληρωματική της εκτροπής, όχι ως εναλλακτικό σενάριο στο πλαίσιο της μηδενικής λύσης, ενώ οι αναφορές στην εξοικονόμηση νερού (επένδυση δικτύων, στάγδην άρδευση) είναι αόριστες, χωρίς να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα.
Η κατασκευή μικρών ταμιευτήρων στον Πηνειό και τους παραποτάμους του (υπολογίζεται ότι μπορούν να ολοκληρωθούν σε 2-3 χρόνια και μάλιστα με συγχρηματοδότηση από την ΕΕ) σε συνδυασμό με σωστή εκμετάλλευση των επιφανειακών πόρων της Θεσσαλίας, ένα αυστηρό σχήμα περιορισμού των αρδευτικών απωλειών, επεξεργασία και χρήση των αστικών λυμάτων και έργα εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα από το χειμερινό πλεόνασμα (μεγάλες εκτάσεις στον κάμπο πλημμυρίζουν κάθε χειμώνα, αλλά τα νερά αυτά χάνονται) θα έλυνε το πρόβλημα σε λίγα χρόνια.
Οι υποσχέσεις για εκτροπή έχουν εμποδίσει εδώ και είκοσι χρόνια την προώθηση εναλλακτικών λύσεων και την αξιοποίηση των τοπικών υδατικών πόρων στη Θεσσαλία και οι μελέτες στην ουσία αγνοούν το τοπικό υδάτινο δυναμικό.
Αδυναμία εκμετάλλευσης των υδάτων στο Θεσσαλικό κάμπο
Αν τα νερά του Αχελώου φτάσουν στη Θεσσαλία, δεν υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν άμεσα (ίσως και ποτέ) στη γεωργία.
Στις αρχικές μελέτες, η κατασκευή του γιγάντιου αρδευτικού δικτύου που χρειάζεται για τη μεταφορά και αξιοποίηση του νερού υπολογιζόταν να στοιχίσει 336 δις δραχμές (σε τιμές 1988) και να διαρκέσει δέκα έτη. Αυτό σήμαινε ότι για μια ολόκληρη δεκαετία θα έπρεπε να επενδύεται για αρδευτικά έργα, μόνο στη Θεσσαλία, κάθε χρόνο, ποσό υπερδιπλάσιο από ότι επενδυόταν σε ολόκληρη τη χώρα (33,6 δις, όταν το 1987 οι δημόσιες επενδύσεις για αρδευτικά έργα σε όλη τη χώρα ήταν 15 δις και στη Θεσσαλία μόλις 1,7 δις δραχμές). Επιπλέον θα έπρεπε για μια δεκαετία να αποδίδονται σε καλλιέργεια πάνω από 200.000 στρέμματα αρδευομένων νέων εκτάσεων ετησίως στη Θεσσαλία (όταν ο μέσος όρος 1985-1989 ήταν 110.000-130.000 στρέμματα στο σύνολο της χώρας).
Σύμφωνα με τη συνολική μελέτη οικονομικής σκοπιμότητας του 1997, αν τα έργα κεφαλής (φράγματα, σήραγγα εκτροπής) είχαν περατωθεί το 2002, η συμπλήρωση των προσωρινών έργων στις ήδη αρδευόμενες εκτάσεις, θα τελείωνε το 2012 και η αποπεράτωση των μόνιμων αρδευτικών έργων το 2019 (!)
Η χρήση (σύμφωνα με κάποιες προτάσεις) του υπάρχοντος στραγγιστικού δικτύου για άρδευση εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους πλημμυρών, ενώ δεν υπάρχει ως τώρα καμία πρόβλεψη για τον τρόπο και το φορέα διαχείρισης του εκτρεπόμενου νερού.
Καθώς φαίνεται, μια και τα αρδευτικά έργα θα πρέπει να γίνουν μόνο με εθνικούς πόρους, το νερό που χυνόταν ‘αναξιοποίητο’ στο Ιόνιο απλά θα χύνεται αναξιοποίητο στο Αιγαίο.
Η βελτίωση της οικολογικής κατάστασης του Πηνειού θα πρέπει να γίνει με τοπικές παρεμβάσεις στη λεκάνη απορροής του, με ταυτόχρονη καλύτερη επεξεργασία και περιορισμό των ρυπαντικών φορτίων. Η χρήση των υδάτων του Αχελώου για αυτό μόνο το σκοπό σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το τεράστιο κόστος του έργου.
Το τεράστιο κόστος, η αδυναμία εξωτερικής χρηματοδότησης και ο μεγάλος χρόνος ολοκλήρωσης των αρδευτικών δικτύων δεν επιτρέπουν την άμεση, ούτε καν τη σύντομη, χρήση των εκτρεπομένων υδάτων στη γεωργία.
Καταλήγοντας, είναι προφανές για κάθε σκεπτόμενο πολίτη ότι μετά από σχεδόν 30 χρόνια προσπαθειών, οι υπέρμαχοι του έργου δεν έχουν κατορθώσει ακόμα να τεκμηριώσουν απόλυτα και αναμφισβήτητα τα οφέλη έναντι του τεράστιου κόστους της εκτροπής – οικονομικού, ενεργειακού, περιβαλλοντικού και κοινωνικού!
Η ανάλυση, συνεπώς, των στοιχείων του ‘μύθου’ αποκαλύπτει πέρα από κάθε αμφιβολία ένα πράγμα: ότι η εκτροπή δεν έχει καμία σχέση με την άρδευση και την ύδρευση, με τη γεωργική ανάπτυξη και την παραγωγή ενέργειας, με τις θέσεις εργασίας, την κοινωνική πρόοδο ή την αναβάθμιση του οικοσυστήματος του Πηνειού. Η εκτροπή ήταν και είναι έργο καθαρά πολιτικό και όλοι οι ‘αρμόδιοι’ και οι διαδοχικές κυβερνήσεις θεωρούσαν και θεωρούν ότι, σαν τέτοιο, είναι αυθύπαρκτο και αυτεξούσιο, με αυταπόδεικτη σκοπιμότητα, υπεράνω μελετών, ολοκληρωμένων μακρόπνοων σχεδίων και άλλων τέτοιων ενοχλητικών παραμέτρων – ακόμα και των νόμων, των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των συνταγματικών υποχρεώσεων της Πολιτείας. Και σαν τέτοιο υπάρχουν πιθανότητες να ολοκληρωθεί, με οποιαδήποτε μορφή και οποιοδήποτε τίμημα, για να στηριχθούν οι πολιτικές αποφάσεις και τα τοπικά συμφέροντα, έστω και αν αποδειχθεί επιζήμιο για την εθνική οικονομία, άσκοπο για τη Θεσσαλία και, πάνω από όλα, καταστροφικό για τη δυτική Ελλάδα και το περιβάλλον.
Κείμενο και φωτογραφίες του Νίκου Πέτρου. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό "η φύση" τεύχος 115, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου