********
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΘΩΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ Ε.Τ.
Η Μεγάλη Δίκη του Ναζωραίου, η οποία και πάλιν μας συνεκίνησε κατά την Μεγάλη
Εβδομάδα, δεν μελετάται μόνο από τους θεολογούντες.
Απετέλεσε ανέκαθεν θέμα, λίαν ενδιαφερούσης ενασχολήσεως και για τους
ιστορικούς ιδιαίτερα δε και τους νομομαθείς.
Οι αγωνισθέντες να απαλλάξουν τους Εβραίους της
επί Θεοκτονίας
κατακρίσεως υπεστήριξαν
ότι, αφ’ ου αυτοί (Εβραίοι) δεν ηδυνήθησαν να αναγνωρίσουν ως θεόν τον Ιησούν,
αλλά τον εξέλαβαν ως απλούν πολίτην σφετεριζόμενον
και βεβηλούντα το όνομα του Θεού,δικαίως και σύμφωνα προς τον μωσαϊκό νόμο
τον κατεδίκασαν σε θάνατο.
Η ιστορική και νομική αυτή άποψη δεν έμεινε στην επιστήμη μεμονωμένη. Η
τελειότερη δε ίσως επί του ζητήματος αυτού νομικών ερευνών είναι η μελέτη, την
οποίαν εξεπόνησεν ο πολύς Dupin η οποία σε τρίτη έκδοση εξεδόθη το έτος 1863 υπό τον
τίτλον Jesus Devant Gaipheet Pilate, ανασκευάσας την ανωτέρω εσφαλμένη διδασκαλία.
Ο νομοδιδάσκαλος αυτός (Dupin), μακράν πάσης θρησκευτικής αντιλήψεως έλαβεν υπόψη του τον
Ιησού ως κοινόν κατηγορούμενονκαι
υπό την άποψη αυτή μελετήσας τις διάφορες της μεγάλης δίκης του Ιησού
περιπέτειες απέδειξεν ότι ούτος (Ιησούς) και ως απλούς πολίτης θεωρούμενος δεν
εδικάσθη σύμφωνα με τους ισχύοντες ουσιαστικούς και δικονομικούς νόμους.
Υπό την άποψη αυτή θέλω υποβάλλει ορισμένες παρατηρήσεις αναγόμενες σε ένα
μόνον της δίκης αυτής σημείον και σχετιζόμενες προς του ρωμαϊκού δικαίου την
ισχύν και εφαρμογήν.
Όπως γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των Ευαγγελιστών, ο Πιλάτος, μετά τις
επανειλημμένες ανακρίσεις, στις οποίες υπέβαλε τον Ιησούν, ουδέν ίχνος ενοχής
αυτού ανευρίσκων δις εξεδήλωσε την προς απόλυση αυτού απόφασή του. Αλλά
παραγόμενος υπό των φωνών του έξωθι του πραιτωρίου αναμένοντος Ιουδαϊκού όχλου,
ζητούντος την σε θάνατο καταδίκην του Ιησού, δεν ενέμεινε στην απόφασή του
εκείνην.
Και η υστάτη δε προσπάθειά του όπως σώσει τον Ιησούν απολύων τούτον αντί του
κακούργου Βαρραβά, εματαιώθη απ’ τις φωνές του πλήθους. Και έτσι παρά την
δεδηλωμένην πεποίθησή του περί της αθωότητος του Ιησού ο Πιλάτος παρέδωκεν
αυτόν, όπως σταυρωθεί.
Αυτή η ενώπιον του Πιλάτου διαδικασία υπενθυμίζει ειδικές διατάξεις του
ρωμαϊκού δικαίου και προκαλεί εκ πρώτης όψεως ωρισμένες απορίες, που χρήζουν
αποσαφήσεως.
Εν πρώτοις ειδική διάταξη των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ορίζει
τα εξής: «Ου χρή πείθεσθαι
ταις των δημοτών εκβοήσεσιν ότε βούλονται ή τον υπεύθυνον απολύσαι ή τον
ανεύθυνον τιμωρηθήναι» (Κώδ.
9, 47, διάτ. 12).
Περίεργες δε είναι, οι επί της διατάξεως ταύτης παρατηρήσεις του σχολιαστού των
βασιλικών.
«Ουαί σοι Πιλάτε, ότι Ρωμαίος ων
νόμον ρωμαϊκόν ηγνοήσας τον παρόντα. Δηλαδή Βαρραβάν μεν απολύσας, Ιησούν δε
σταυρώ καταδικάσας».
Πώς όμως ο Βυζαντίνος νομοδιδάσκαλος ελέγχει τον Πιλάτον ως αγνοήσαντα την
διάταξη αυτή, η οποία εξεδόθη από Χριστιανούς αυτοκράτορες πλέον των δύο αιώνων
μετά την καταδίκην του Ιησού;
Ότι στον έλεγχο αυτό υπάρχει κάποια ανακριβολογία είναι πρόδηλον. Αλλά από την
περαιτέρω έρευνα των σχετικών διατάξεων του ρωμαϊκού δικαίου πείθεται τις ότι η
επί παραβάσει τούτων υπό του Πιλάτου κατάκριση του σχολιαστού είναι ακριβής και
εύλογος.
Διότι η παρατεθείσα διάταξη του Κώδικος, ως δηλούται εκ της πληρεστέρας
διατυπώσεως του λατινικού κειμένου, δεν φαίνεται εισάγουσα νέον δίκαιον. Όταν
οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Μαξιμιανός υπέβαλον στο παρ’ αυτοίς
νομοθετικόν συνέδριον την διάταξη, όπως των βουλευτών τα τέκνα μη
καταδικάζωνται στην στα θηρία παράδοση, ο λαός ανεκραύγαζεν επί τούτω
διαμαρτυρόμενος οι δε αυτοκράτορες προσέθεντο. ουδεμίαν πρέπει να δίδει τις προσοχήν
στις μάταιες φωνές του όχλου διότι ουδαμώς πρέπει να εισακούεται ούτος, όταν
ζητεί να απολυθεί του εγκλήματος ο ένοχος ή ο αθώος να καταδικασθεί.
Αποτελεί επομένως η προσθήκη αυτή των αυτοκρατόρων υπόμνηση απλή και επανάληψη
αρχής γνωστής ήδη στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Ποια δε η αρχή αυτή;
Σχετική προς την ανωτέρω διάταξη υπάρχει και μία μεταγενέστερη του έτους 466
του αυτοκράτορος Λέοντος κατά την οποίαν οι «οι
καταβοήσαντες τινός και εκ τούτου, θόρυβον κινήσαντες μηδέν μεν κερδαινέτωσαν
εξ ων αιτούσιν, υποβαλλέσθωσαν δε ταις τιμωρίαις, αις τισιν οι θόρυβον
ανιστώντες υποβάλλονται» (Κώδ.
9, 30 διάτ. 2).
Και αυτή η διάταξη εκ προϋφισταμένου δικαίου συμπληρούται. Γι’ αυτό και ο
σχολιαστής παρατηρεί:
«Υπόκεινται οι τοιούτοι τω
Ιουλίου νόμοι τω δε βι πούβλικα, ως αίτιοι γενόμεναι στάσεως δημοσίας».
Η παρατήρηση αυτή του σχολιαστού μας καθοδηγεί στην ανεύρεση της γενικώτερης
αρχής, της οποίας την εφαρμογήν περιέλαβον οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και
Μαξιμιανός στην παρατηθείσαν ανωτέρω διάταξη.
Φαίνεται πως στην Ρώμη υπήρξε παλαιοτάτη η συνήθεια του συναρπάζειν ή μετατρέπειν
την δικαστικήν ψήφον δια φωνών και θορύβων είτε στον τόπο της εκδικάσεως
των υποθέσεων είτε και εκτός αυτού.
Γι’ αυτό και η Lex Julia de vi publika εξωμείωσε την τακτική αυτή προς βίαν δημοσίαν και περιέλαβε
ειδικές διατάξεις κατά των οπωσδήποτε θορυβούντων και αγωνιζομένων να
συναρπάσουν την ψήφον του δικαστού.
Ο ένοπλος ευρισκόμενος «ένθα
δημόσιον κινείται δικαστήριον»εθεωρείτο εκ τούτου και μόνον ένοχος. Επίσης
ένοχος εθεωρείτο και πάλι ο οπωσδήποτε «ποιήσας
κατά δόλον» ώστε να μη
διεξαχθούν ασφαλείς οι δίκες ή και οι δικαστές να μη δικάσουν προσηκόντως
(Πανδ. 48, 6 νομ. 10).
Ο νόμος δε αυτός δια του οποίου με αυτόν τον τρόπον περιεφρούρησαν οι Ρωμαίοι
την ηρεμία της ψυχής και του πνεύματος του δικαστού και επεζήτησαν να εμπεδώσουν
τα πορίσματα αταράχου δικαστικής συνειδήσεως, ίσχυεν ήδη στη Ρώμη καθ’ ην
εποχήν ο Πιλάτος ευρισκόμενος εν Ιουδαία εδίκαζεν τον Ναζωραίον.
Αν ληφθεί υπόψη ότι η Ιουδαία υπήρχε τότε υποτελής στους Ρωμαίους κυβερνωμένη
υπό ιδίου διοικητού ως επιτρόπου του Καίσαρος (procurator Guesaris) και ότι οι Ρωμαίοι διατηρούσαν πάντοτε στις υποτελείς
χώρες ως ιδιάζον προσόν της κυριαρχίας των το δικαίωμα του δικάζειν περί των
θανατικών ποινών, η διαγωγή του Πιλάτου ως επιτρόπου του Καίσαρος και δικαστού
δικάζοντος περί θανατικής ποινής, υπήρξεν αξία της χαρακτηριστικής εκείνης
κατακρίσεως του σχολιαστού των Βασιλικών.
Δεν υπήρξεν επομένως ο Πιλάτος κωφός μόνον προς τους αθανάτους στίχους της προς
τον Αύγουστον γνωστής ωδής του Ορατίου της τονισάσης τον μεγαλοπρεπέστερον
ύμνον στην ευστάθεια και το απτόητον της δικαστικής ιδία συνειδήσεως, αλλά παρεβίασε του νόμου ρητές
διατάξεις θύμα γενόμενος των ασυνειδήτων φωνασκιών και απαιτήσεων του Ιουδαϊκού
όχλου και κατέστησε τον εαυτόν του διαχρονικά χείριστον υπόδειγμα δικαστικής
ασταθείας και παλιμβουλίας.