GAIA
Σάββατο 24 Απριλίου 2010
Aπό την Άλωση και την λεηλασία της Πόλης τον Απρίλη του 1204 στην νυν Άλωση και λεηλασία της χώρας
Σαν σήμερα που «Μπήκαν στη Πόλη οι οχτροί», σαν σήμερα που παραδόθηκε η χώρα για λεηλασία στους ξένους, τους νέους «σταυροφόρους» που αντί για σπαθί κρατάνε spread, σαν σήμερα πριν από 806 χρόνια, εκείνο τον Απρίλη του 1204, οι δυτικοί κατακτητές λεηλατούσαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη. Διαβάστε το χρονικό της πρώτης Άλωσης, και θα καταλάβετε τι περιμένει την χώρα. Αντισταθείτε στην λεηλασία της και στηρίξτε αυτούς που αντιστέκονται.
Κατά μία τραγική ιστορική συγκυρία σαν σήμερα, στις 23 Απριλίου 1941, ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραφε την παράδοση της χώρας στους Γερμανούς. Μετά από 69 χρόνια η ιδιότητα του παραδιδόμενου μόνο άλλαξε: Ο στρατηγός, έγινε πρωθυπουργός...
Η Ελλάδα δεν είναι αυτοί που την πούλησαν. Η Ελλάδα είμαστε εμείς που θα αντισταθούμε. Πάντα η Ελλάδα ανήκε στους Έλληνες που αντιστέκονταν. Που πολεμούσαν όλους τους κατακτητές, όλων των εποχών: Φράγκους, Τούρκους, Γερμανούς, ΔΝΤ...
Μην σκύψετε ποτέ το κεφάλι και μην δηλώσετε ποτέ υποταγή. Όταν οι "άρχοντες" θα μιλάνε για "κηδεμονία" και "χαμένη εθνική κυριαρχία", εσείς θα φωνάζετε "ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ".
Στις δύσκολες στιγμές αυτών των καιρών που έρχονται, πάντα το γαλάζιο και το λευκό να ντύνει και να ζεσταίνει την ελληνική ψυχή σας.
Και πάντα να σιγοψιθυρίζετε:
"Σε γνωρίζω από την όψη του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την κόψη που με βία μετράει τη γη
Απ'τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα αντρειωμένη
Χαίρε ώ Χαίρε λευτεριά"
Από το «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204».Τίτλος του έργου στα αγγλικά, «The fall of Constantinople being the story of the fourth Crusade», μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Ιωσήφ Κασσετιάν – Χριστίνα Κασσετιάν, κεφ. 15ο σελ. 354-379, εκδ. Στοχαστής.
"ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ στις οποίες επιδίδονταν επί αρκετές εβδομάδες οι ηγέτες, συμπληρώθηκαν στις 8 Απριλίου και η εν λόγω ημέρα επιλέχθηκε για έφοδο κατά της πόλης. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επέλθει στο σχέδιο που είχε ακολουθηθεί πριν από εννέα μήνες. Αντί να επιτεθούν ταυτόχρονα σε ένα τμήμα των χερσαίων τειχών και σε ένα τμήμα των τειχών του λιμανιού, οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι κατηύθηναν τις προσπάθειές τους κατά των αμυντικών έργων στην περιοχή του λιμανιού.
Τα άλογα επιβιβάστηκαν για μια ακόμα φορά στα φορτηγά. Η γραμμή της επίθεσης σχηματίστηκε. Μπροστά τοποθετήθηκαν τα φορτηγά και οι γαλέρες, ενώ τα μεταγωγικά έλαβαν θέση πιο πίσω και ανάμεσα στα φορτηγά και τις γαλέρες εναλλακτικά. Το συνολικό μέτωπο των επιτιθεμένων ξεπερνούσε τη μισή λεύγα(1) και εκτεινόταν από τις Βλαχέρνες μέχρι πέρα από το Πέτριον.(2) Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε στηθεί λίγο πέρα από το Πέτριον, σε ένα σημείο απ' όπου μπορούσε να δει τα πλοία όταν έφταναν ακριβώς κάτω από τα τείχη. Μπροστά του βρισκόταν η περιοχή που είχε καταστραφεί από τη φωτιά.
Το πρωί της 9ης του μηνός, τα πλοία, παρατεταγμένα με τον τρόπο που αναφέραμε προηγουμένως, πέρασαν από το βόρειο στο νότιο τμήμα του λιμανιού. Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν σε πολλά σημεία κι επιτέθηκαν από μια στενή λωρίδα εδάφους ανάμεσα στα τείχη και τη θάλασσα. Τότε άρχισε μια τρομερή έφοδος κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής αντιπαράθεσης. Υπό τους ήχους των αυτοκρατορικών σαλπίγγων και τυμπάνων, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ενώ ταυτόχρονα κατηύθυναν κατά των υπερασπιστών τους μια συνεχή καταιγίδα μικρών και μεγάλων βελών και λίθων. Τ
α πλοία είχαν καλυφθεί με σανίδες και δέρματα, ώστε να προστατεύονται από τους λίθους που εκτόξευαν οι αμυνόμενοι και από το περίφημο ελληνικό πυρ και προστατευόμενα με αυτό τον τρόπο, κατευθύνθηκαν θαρραλέα προς τα τείχη. Τα μεταγωγικά προωθήθηκαν σύντομα στην πρώτη γραμμή και πλησίασαν τόσο πολύ στα τείχη, ώστε οι επιτιθέμενοι από τις πλευρικές θύρες ξεχύθηκαν για μια ακόμα φορά από τα πλοία και συνεπλάκησαν με τους υπερασπιστές των τειχών και των πύργων. Η επίθεση έλαβε χώραν σε περισσότερα από εκατό σημεία μέχρι το μεσημέρι ή κατά τον Χωνιάτη μέχρι το απόγευμα.
Και οι δύο πλευρές πολέμησαν αποφασιστικά. Οι εισβολείς αποκρούστηκαν. Όσοι είχαν αποβιβαστεί, απωθήθηκαν και δεν μπόρεσαν να παραμείνουν στην ακτή κάτω από το χείμαρρο των λίθων που τους έπληττε. Οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες από τους αμυνόμενους. Η ανύψωση των τειχών είχε καταστήσει την κατάληψή τους δυσκολότερη απ' ότι κατά την προηγούμενη επίθεση. Πριν νυχτώσει, ένα μέρος των πλοίων είχε αποσυρθεί σε απόσταση εκτός του βεληνεκούς των καταπελτών, ενώ μερικά άλλα παρέμειναν αγκυροβολημένα και συνέχισαν να βάλλουν κατά των υπερασπιστών των τειχών. Η επίθεση της πρώτης ημέρας είχε αποτύχει.
Οι ηγέτες των Σταυροφόρων και των Ενετών απέσυραν τις δυνάμεις τους στην πλευρά του Γαλατά. Η έφοδος είχε αποτύχει και ήταν αναγκαίο να προσδιορίσουν το επόμενο βήμα τους. Το ίδιο βράδυ συνεκλήθη βιαστικά ένα συμβούλιο. Ενόψει της ήττας, οι παλαιές διαφορές επανήλθαν, για μια ακόμα φορά, στην επιφάνεια. Μερικοί συμβούλευσαν να γίνει η επόμενη επίθεση κατά των τειχών της πλευράς του Μαρμαρά, που δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο εκείνα που έβλεπαν προς τον Κεράτιο.
Ωστόσο, οι Ενετοί διετύπωσαν αμέσως μια αντίρρηση, που όποιος γνώριζε την Κωνσταντινούπολη θα παραδεχόταν αμέσως ότι ήταν αναμφισβήτητη. Από εκείνη την πλευρά, το ρεύμα είναι πάντα τόσο ισχυρό, ώστε να μην επιτρέπει στα σκάφη να αγκυροβολήσουν με οποιοδήποτε βαθμό σταθερότητας ή ακόμα και ασφαλείας.
Η οργή του Βιλλεαρδουίνου στην εν λόγω εισήγηση, δείχνει πόσο ισχυρή εξακολουθούσε να είναι η αντίθεση. Υπήρχαν μερικοί, γράφει ο τελευταίος, οι οποίοι θα χαίρονταν πολύ αν το ρεύμα ή ο άνεμος -ή οτιδήποτε άλλο - διεσκόρπιζε τα σκάφη, αρκεί οι ίδιοι να είχαν εγκαταλείψει τη χώρα και να είχαν τραβήξει το δρόμο τους.
Τελικά, αποφασίστηκε ότι οι δύο επόμενες ημέρες, η 10η και η 11η του μηνός, θα αφιερώνονταν στην επιδιόρθωση των ζημιών που είχαν υποστεί και ότι μια δεύτερη επίθεση θα πραγματοποιείτο στις 12. Η παραμονή ήταν Κυριακή και ο Βονιφάτιος και ο Δάνδολος εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία, προκειμένου να καταπραΰνουν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους του στρατεύματος. Για μια ακόμα φορά, όπως και στην Κέρκυρα και πριν από την πρώτη επίθεση κατά της πόλης, οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι, επιδόθηκαν σε κηρύγματα κατά των Ελλήνων.
Οι τελευταίοι, διεκήρυτταν ότι ο πόλεμος ήταν δίκαιος, γιατί ο Μούρτζουφλος ήταν προδότης και δολοφόνος και πιο άνομος από τον Ιούδα, ότι οι Έλληνες είχαν παρακούσει τη Ρώμη και ήταν ένοχοι για το σχίσμα, επειδή αρνούνταν να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία του πάπα και ότι ο Ιννοκέντιος επιθυμούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών. Θεωρούσαν την ήττα ως τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες των Σταυροφόρων. Οι πόρνες διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και για μεγαλύτερη σιγουριά επιβιβάστηκαν σε πλοία και στάλθηκαν μακριά. Οι ιερωμένοι εξομολόγησαν τους στρατιώτες, τους χορήγησαν τη Θεία Μετάληψη και εν γένει έπραξαν ό,τι μπορούσαν για να καθησυχάσουν τους δυσαρεστημένους και να τους απασχολήσουν μέχρι την επίθεση της επομένης.
Στο μεταξύ οι πολεμιστές επισκεύαζαν με γοργό ρυθμό τα πλοία και τις πολεμικές μηχανές τους. Μια μικρή, αλλά καθόλου ασήμαντη αλλαγή τακτικής είχε επέλθει, σε σχέση με την έφοδο της 9ης του μηνός. Κάθε σκάφος, είχε ταχθεί απέναντι από ένα ξεχωριστό πύργο. Ο αριθμός των ανδρών που μπορούσαν να πολεμήσουν από τις εξέδρες που αναπτύσσονταν από την κορυφή, είχε διαπιστωθεί ότι δεν επαρκούσε για να αντισταθεί στα πλήγματα των υπερασπιστών της πόλης.
Σύμφωνα με το τροποποιημένο σχέδιο, δύο σκάφη θα στρέφονταν κατά καθενός από τους πύργους που θα δέχονταν επίθεση, ούτως ώστε να συγκεντρωθεί μεγαλύτερη δύναμη εναντίον καθενός πύργου. Παράλληλα, το μέτωπο επίθεσης ίσως ήταν ουσιωδώς βραχύτερο από εκείνο της πρώτης εφόδου.
Το πρωί της Δευτέρας 12 του μηνός, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έφοδος. Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε τοποθετηθεί κοντά στη μονή του Παντεπόπτου,(5) μια από τις πολλές που υπήρχαν στην περιοχή του Πετρίου, η οποία εκτεινόταν κατά μήκος του Κερατίου από το ανάκτορο των Βλαχερνών, περίπου στο ένα τέταρτο του όλου μήκους του κόλπου. Από εκείνη τη θέση, ο Βυζαντινός ηγεμόνας μπορούσε να δει όλες τις κινήσεις του στόλου.
Τα τείχη ήταν γεμάτα από άνδρες που ήταν πάλι έτοιμοι να πολεμήσουν υπό τα όμματα του αυτοκράτορα. Η έφοδος άρχισε την αυγή και συνεχίστηκε με τη μεγαλύτερη αγριότητα. Και ο τελευταίος διαθέσιμος Σταυροφόρος κι Ενετός έλαβε μέρος σε αυτή. Κάθε μικρή ομάδα πλοίων είχε το δικό της τμήμα των τειχών με τους πύργους του όπου έπρεπε να επιτεθεί.
Στην αρχή της ημέρας, οι πολιορκητές πραγματοποίησαν μικρή πρόοδο, αλλά σηκώθηκε ένας ισχυρός βόρειος άνεμος ο οποίος επέτρεψε στα σκάφη να πλησιάσουν στην ξηρά περισσότερο από πριν. Δύο από τα μεταγωγικά, το «Πίλγκριμ» και το «Πάρβις», που δεν ήταν προσδεδεμένα μαζί, κατάφεραν να στηρίξουν μια από τις σκαλωσιές τους σε ένα πύργο στο Πέτριον, απέναντι από τη θέση που κατείχε ο αυτοκράτορας.(6) Ένας Ενετός κι ένας Γάλλος ιππότης, ο Αντρέ ντ' Υρμπουάζ όρμησαν αμέσως και κατάφεραν να καταλάβουν μια θέση στα τείχη.
Αμέσως τους ακολούθησαν και άλλοι, οι οποίοι πολεμούσαν τόσο καλά, ώστε οι υπερασπιστές του πύργου φονεύτηκαν ή τράπηκαν σε φυγή. Το συμβάν έδωσε νέο θάρρος στους εισβολείς. Οι ιππότες που ήταν στα μεταγωγικά, μόλις είδαν τι είχε συμβεί, πήδησαν στην ακτή, στήριξαν τις σκάλες τους στο τείχος και σε σύντομο χρονικό κατέλαβαν τέσσερεις πύργους.
Εκείνοι που επέβαιναν στα πλοία συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στις πύλες, παραβίασαν τρεις από αυτές και εισέβαλαν στην πόλη, ενώ οι άλλοι αποβίβαζαν τα άλογά τους από τα μεταγωγικά. Μόλις σχηματίστηκε ένας λόχος ιπποτών, εισέβαλαν στην πόλη μέσα από μια από αυτές τις πύλες και κατευθήνθηκαν κατά του στρατοπέδου του αυτοκράτορα. Ο Μούρτζουφλος είχε συγκεντρώσει τα στρατεύματά του μπροστά από τις σκηνές του, αλλά εκείνα ήταν ασυνήθιστα στην αντιπαράθεση με άνδρες με βαριά πανοπλία και μετά από μια αρκετά πεισματώδη αντίσταση, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή.
Ο αυτοκράτορας, γράφει ο Χωνιάτης, ο οποίος δεν έχει κανένα λόγο να τον περιβάλει με αβάσιμους επαίνους, γιατί ο τελευταίος του είχε αφαιρέσει το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη, έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του, αλλά μάταια και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στα ανάκτορα του Βουκολέοντα. Ο αριθμός των τραυματιών και των νεκρών ήταν «sans fin et sans mesure».[Σ,τ.Μ. Χωρίς τέλος και χωρίς μέτρο.] Άρχισε μια σφαγή χωρίς διάκριση.
Οι εισβολείς δεν λυπούνταν ούτε τις γυναίκες και τους γέροντες. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θέση τους, έβαλαν φωτιά στο τμήμα της πόλης που βρισκόταν στα ανατολικά τους και πυρπόλησαν τα πάντα ανάμεσα στη μονή της Ευεργέτιδος και τη συνοικία που ήταν γνωστή ως Δρουγγάριος .
Η πυρκαγιά, η οποία διήρκεσε όλη τη νύχτα και μέχρι το επόμενο βράδυ, ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε, σύμφωνα με το μαρεσάλο, κάηκαν περισσότερα οικήματα από όσα είχαν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας μαζί. Οι σκηνές του αυτοκράτορα και το αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών λεηλατήθηκαν και οι κατακτητές εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στο ίδιο σημείο στον Παντεπόπτη.
Ήταν βράδυ και ήδη αργά όταν οι Σταυροφόροι εισήλθαν στην πόλη και ήταν αδύνατο γι' αυτούς να συνεχίσουν το έργο της καταστροφής στη διάρκεια της νύχτας. Ως εκ τούτου, κατασκήνωσαν κοντά στα τείχη και τους πύργους που είχαν καταλάβει. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας διανυκτέρευσε στην πορφυρή σκηνή του αυτοκράτορα, ο αδελφός του, Ερρίκος, μπροστά από το ανάκτορο των Βλαχερνών και ο Βονιφάτιος στην άλλη πλευρά των αυτοκρατορικών σκηνών, στην καρδιά της πόλης.
Η πόλη είχε ήδη καταληφθεί. Οι κάτοικοι είχαν επιτέλους ξυπνήσει από το όνειρο της ασφάλειας στο οποίο τους είχαν ρίξει δεκαεπτά αποτυχημένες απόπειρες κατάληψης της Νέας Ρώμης. Όλα τα μάγια, παγανιστικά και χριστιανικά είχαν αποβεί μάταια. Η νάρκη στην οποία είχε βυθίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η κατοχή αναρίθμητων ιερών κειμηλίων και η βεβαιότητα ότι απολάμβαναν της προστασίας μιας στρατιάς αγίων και μαρτύρων είχε διαλυθεί βίαια.
Η Παναγία των Βλαχερνών με το κειμήλιο του χιτώνα της Παρθένου, τα αμέτρητα κεφάλια, χέρια, σώματα και ενδύματα αγίων και τεμάχια Τιμίου Ξύλου δεν αποδείχτηκαν περισσότερο χρήσιμα από το παλλάδιο που ήταν τότε, όπως και τώρα, θαμμένο κάτω από το μεγάλο κίονα που είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος.
Η βίαιη ορμή των Δυτικών είχε αγνοήσει τα φυλακτά της Ελληνικής Εκκλησίας τόσο ολοκληρωτικά, όσο κι εκείνα του παγανισμού. Μάταια εκείνοι που πίστευαν στη δύναμη αυτών των φυλακτών, είχαν καταστρέψει στη διάρκεια της πολιορκίας τα αγάλματα που πίστευαν ότι ήταν φορείς κακοτυχίας. Οι εισβολείς ήταν εξίσου προληπτικοί, με τη διαφορά πως δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι εκείνοι τους οποίους θεωρούσαν σχισματικούς, θα μπορούσαν να έχουν την προστασία της επουράνιας ιεραρχίας ή να θεωρούνται ως νόμιμοι κάτοχοι τόσων ιερών κειμηλίων.
Τη νύχτα μετά την άλωση, η Χρυσή Πύλη, η οποία βρισκόταν στα προς την πλευρά του Μαρμαρά χερσαία τείχη, είχε ανοίξει και το πανικόβλητο πλήθος συνωθείτο, επιζητώντας να αποδράσει από την καταληφθείσα πόλη. Άλλοι, προσπαθούσαν να θάψουν τους θησαυρούς τους.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, έχοντας καταληφθεί από πανικό ή διαπιστώνοντας ότι τα πάντα είχαν χαθεί -όπως πραγματικά είχαν χαθεί μόλις οι επιτιθέμενοι είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν στα τείχη- απέδρασε από την πόλη. Ο Μούρτζουφλος απέδρασε επίσης από τη Χρυσή Πύλη παίρνοντας μαζί του τη χήρα του Αλέξιου, Ευφροσύνη. Ωστόσο, ο γενναίος Θεόδωρος Λάσκαρις αποφάσισε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια. Η έκκληση που απηύθηνε στο λαό ήταν μάταιη.
Όσοι δεν είχαν πανικοβληθεί, έδειχναν να είναι αδιάφοροι. Μερικοί τουλάχιστον, φαίνονταν να ονειρεύονται μια απλή αλλαγή ηγεμόνων, όπως οι πολλές που είχαν δει οι περισσότεροι από εκείνους. Ο Θεόδωρος έστρεφε την προσοχή του προς τη φρουρά των Βαράγγων αλλά, πριν καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιοργάνωσής της, ο εχθρός ήταν ενόψει και ο Θεόδωρος υποχρεώθηκε να αποδράσει και ο ίδιος. Κατά τα λεγόμενα του μαρεσάλου, οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι θα ακολουθούσε άλλη μια ημέρα μάχης και δεν είχαν πληροφορηθεί τα της φυγής του Μούρτζουφλου. Προς έκπληξή τους, δεν συνάντησαν αντίσταση.
Η ημέρα αναλώθηκε στην επιβολή της εξουσίας τους επί της αλωθείσας πόλης. Τα βυζαντινά στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένων και των Βαράγγων, κατέθεσαν τα όπλα αφού έλαβαν διαβεβαιώσεις περί της προσωπικής ασφαλείας τους. Οι Ιταλοί που είχαν εκδιωχθεί, εκμεταλλεύτηκαν την είσοδο των φίλων τους και φαίνεται ότι προέβησαν σε αντίποινα σε βάρος του πληθυσμού για την απέλασή τους. Κατά τα γραφόμενα του Γκούντερ,(8) φονεύτηκαν δύο χιλιάδες κάτοικοι, οι περισσότεροι από τους οποίους έπεσαν θύματα των Ιταλών που είχαν επιστρέψει.
Καθώς οι νικητές Σταυροφόροι διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης, οι γυναίκες, οι γέροντες και τα παιδιά, που δεν είχαν μπορέσει να δραπετεύσουν, τους υποδέχτηκαν σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού με τους δείκτες των δύο χεριών τους και ζητωκραυγάζοντας το μαρκήσιο του Μομφερρά ως βασιλιά, ενώ μια βιαστικά συγκροτημένη πομπή, με επικεφαλής το Σταυρό και τα ιερά κειμήλια του Χριστού, επεφύλαξε στον τελευταίο θριαμβευτική υποδοχή. Ο λαός τον γνώριζε ως προστάτη του Αλέξιου. Πέραν εκείνων οι οποίοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν, ότι η μοναδική αλλαγή που επρόκειτο να επέλθει, θα ήταν εκείνη του ηγεμόνα, υπήρχαν ορισμένοι που ήταν οπαδοί του Αλέξιου και που πίστευαν ότι, ως εκ τούτου, είχαν δικαίωμα στην εύνοια ή τουλάχιστον στην ανοχή του Βονιφάτιου. Έτσι, ήταν φυσικό να τον ζητωκραυγάζουν ως βασιλιά.
Ο μαρκήσιος είχε οδηγήσει το απόσπασμά του κατά μήκος της ακτής του Κερατίου, γύρω από το ανάκτορο του Βουκολέοντα. Οι κατακτητές το περικύκλωσαν. Οι κυρίες της Αυλής, συμπεριλαμβανόμενης μιας, η οποία ήταν αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας και μιας άλλης, που ήταν αδελφή του βασιλιά της Ουγγαρίας, είχαν καταφύγει στο κάστρο των ανακτόρων μετά την κατάληψη της πόλης. Ενώ ο Βονιφάτιος κατελάμβανε το Βουκολέοντα, ο αδελφός του Βαλδουίνου, Ερρίκος, κατέλαβε τις Βλαχέρνες.
Στη συνέχεια, άρχισε η λεηλασία της πόλης. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ο ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά, με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ό,τι ήθελαν χωρίς διάκριση.
Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο, όσο εκείνος με τον οποίο λεηλάτησαν την πόλη εκείνοι οι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν ορκιστεί να παραμείνουν αγνοί, είχαν υποσχεθεί ενώπιον του Θεού να μη χύσουν χριστιανικό αίμα κι έφεραν πάνω τους το έμβλημα του Πρίγκιπα της Ειρήνης.
Περιγράφοντας τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Σταυροφόροι, ο Χωνιάτης γράφει με οργή:«Πήρατε το Σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ' αυτόν και στα ιερά ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε το Σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο Του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ' ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους γιατί οι τελευταίοι, σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες».
Τεράστιοι θησαυροί βρέθηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, καθώς και σε εκείνα των ευγενών. Κάθε βαρόνος κατέλαβε ένα κάστρο ή ανάκτορο που του παραχωρήθηκε και τοποθέτησε μια φρουρά στο θησαυρό που βρήκε εκεί. «Ποτέ από τη δημιουργία του κόσμου», γράφει ο μαρεσάλος, «δεν υπήρξαν τόσα πολλά λάφυρα σε μια πόλη. Καθένας πήρε το σπίτι που του άρεσε και υπήρχαν αρκετά για όλους. Εκείνοι που ήταν φτωχοί, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι πλούσιοι. Κατελήφθησαν τεράστιες ποσότητες χρυσού και αργύρου, επίχρυσων σκευών και πολύτιμων λίθων, μεταξωτών και σατέν, γουναρικών και κάθε είδους πλούτου που βρίσκεται επί της γης».
Η λεηλασία της πλουσιότερης πόλης της Χριστιανοσύνης, που ήταν το δέλεαρ που είχε προσφερθεί στους Σταυροφόρους, προκειμένου να παραβούν τους όρκους τους, πραγματοποιήθηκε υπό το πνεύμα ανθρώπων οι οποίοι, έχοντας άπαξ παραβεί τις δεσμεύσεις τους, καθίστανται πλέον αχαλίνωτοι. Άπαξ και εγκατέλειψαν την αποχή και την αγνότητά τους, οι τελευταίοι επιδόθηκαν σε κάθε είδους όργια.
Ο Έλληνας αυτόπτης μάρτυρας συμπληρώνει την εικόνα του Βιλλεαρδουίνου. Η λαγνεία των στρατιωτών δεν φείσθηκε ούτε των κοριτσιών ούτε των αφιερωμένων στο Θεό παρθένων. Η βία και η ακολασία ήταν παρούσες παντού. Οι κραυγές, οι θρήνοι και τα βογγητά των θυμάτων αντηχούσαν σε ολόκληρη την πόλη και παντού η λεηλασία ήταν απεριόριστη και η λαγνεία αχαλίνωτη. Η πόλη είχε περιέλθει σε χάος. Ευγενείς, γέροντες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί προσπαθώντας να σώσουν τον πλούτο, την τιμή και τη ζωή τους. Ιππότες, πεζικάριοι και Ενετοί ναύτες ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε ένα τρελό αγώνα λεηλασίας.
Οι απειλές κακοποίησης και οι υποσχέσεις ασφάλειας, αν αποκαλύπτονταν τα σημεία απόκρυψης των θησαυρών, αναμειγνύονταν με τις κραυγές των βασανιζομένων. Αυτοί οι ευσεβείς ληστές, όπως τους αποκαλεί προσφυώς ο Γκούντερ, ενεργούσαν σαν να είχαν άδεια να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα. Κράδαιναν τα ξίφη τους και λεηλατούσαν κατοικίες κι εκκλησίες. Η θρησκεία των ηττημένων υφίστατο κάθε είδους προσβολή. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν τα μέρη όπου είχαν εναποτεθεί τα μεγαλύτερα πλούτη και ως εκ τούτου, τα πρώτα που λεηλατήθηκαν. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι υπέστησαν προσβλητική μεταχείριση.
Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν τα άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες αποσπώνταν ανελέητα από τα πλαίσιά τους ή θρυμματίζονταν. Τα ιερά οικήματα διερευνήθηκαν επιμελώς για τα ιερά κειμήλια ή τις πολύτιμες σαρκοφάγους τους. Τα δισκοπότηρα απογυμνώθηκαν από τους πολύτιμους λίθους τους και μεταβλήθηκαν σε κρασοπότηρα. Οι ιεροί δίσκοι γέμισαν με λάφυρα. Τα καλύμματα των Αγίων Τραπεζών και τα χρυσοκέντητα και πλούσια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους παραπετάσματα αποσπάστηκαν από τις θέσεις τους, τεμαχίστηκαν και διαμοιράστηκαν μεταξύ των στρατευμάτων ή καταστράφηκαν για χάρη του χρυσού και του αργύρου με τον οποίο είχαν κεντηθεί.
Οι Άγιες Τράπεζες της Αγίας Σοφίας, που τις θαύμαζε όλη η οικουμένη, τεμαχίστηκαν, προκειμένου να προσποριστούν οι Σταυροφόροι τα πολύτιμα υλικά τους. Άλογα και μουλάρια οδηγήθηκαν στο ναό για να μεταφέρουν τα φορτία των ιερών σκευών, των χρυσών και αργυρών πλακών του θρόνου, των αμβώνων και των θυρών και των όμορφων διακοσμήσεών του.
Οι στρατιώτες βεβήλωσαν το μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης. Μια πόρνη κάθισε στην πατριαρχική καθέδρα και χόρευε και τραγουδούσε ένα άσεμνο τραγούδι προς τέρψη των στρατιωτών. Αναφερόμενος στη βεβήλωση του Μεγάλου Ναού, ο Χωνιάτης ομιλεί με απέραντη οργή για τους βαρβάρους οι οποίοι ήταν ανίκανοι να εκτιμήσουν και ως εκ τούτου, να σεβαστούν την ομορφιά της. Για εκείνον η Αγία Σοφία ήταν «ένας επίγειος παράδεισος, ένας θρόνος θείας μεγαλοπρέπειας, μια εικόνα του απείρου που είχε δημιουργήσει ο Παντοδύναμος».
Η λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β', δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων το 1204.
Η λεηλασία της πόλης συνεχίστηκε επί τρεις ημέρες μετά από την άλωσή της. Οι ηγέτες του στρατού εξέδωσαν, πιθανώς την τρίτη ημέρα, μια διαταγή για την προστασία των γυναικών. Τρεις επίσκοποι είχαν εξαγγείλει τον αφορισμό όλων όσοι θα λεηλατούσαν κάποιο ναό ή μοναστήρι. Ωστόσο, πέρασαν πολλές ημέρες ώσπου να καταστεί δυνατό να επανέλθει ο στρατός στην προηγούμενη πειθαρχία του. Ανακοινώθηκε σε όλο το στρατό ότι τα λάφυρα θα συγκεντρώνονταν, προκειμένου να διαμοιραστούν δίκαια στους κατακτητές. Τ
ρεις ναοί επιλέχθηκαν ως αποθήκες και έμπιστοι φρουροί των Ενετών και των Σταυροφόρων τοποθετήθηκαν, προκειμένου να φυλάσσουν τα όσα μεταφέρονταν εκεί. Ωστόσο, πολλοί απέκρυψαν πολλά από όσα είχαν κλέψει. Χρειάστηκε να εφαρμοστούν σκληρά μέτρα, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Πολλοί Σταυροφόροι απαγχονίστηκαν.
Ο κόμης του Σαιν Πολ απαγχόνισε έναν από τους ιππότες του με την ασπίδα του κρεμασμένη γύρω από το λαιμό του, επειδή δεν απέδωσε τα όσα είχε κλέψει. Ένας συγγραφέας της εποχής, ο συνεχιστής της ιστορίας του Γουλιέλμου της Τύρου, αντιπαραθέτει πειστικά τη συμπεριφορά των Σταυροφόρων πριν από την άλωση με εκείνη μετά από την άλωση. Όταν οι Λατίνοι δεν είχαν ακόμα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, κρατούσαν την ασπίδα του Θεού μπροστά τους. Μόνο όταν εισήλθαν στην πόλη, την πέταξαν και καλύφτηκαν με την ασπίδα του διαβόλου.
Ανέφερα ήδη ότι οι Ιταλοί πάροικοι της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι επέστρεψαν στην πόλη μαζί με τους συμπατριώτες τους, έδειχναν μεγάλο μίσος κατά των Ελλήνων. Ωστόσο, μέσα στη γενική απέχθεια υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις που έδειχναν ότι οι παλαιές φιλίες δεν είχαν λησμονηθεί. Η διάσωση του ίδιου του Χωνιάτη, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο τελευταίος, είχε το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη,(14) αλλά είχε παυθεί από τον Μούρτζουφλο.
Όταν οι Λατίνοι εισήλθαν στην πόλη, είχε αποσυρθεί σε μια μικρή κατοικία κοντά στην Αγία Σοφία, η οποία ήταν παράμερη και ήταν πολύ πιθανό να διαφύγει της προσοχής των εισβολέων. Το μεγάλο οίκημα που πιθανώς αποτελούσε και την επίσημη διαμονή του και που, όπως φροντίζει ο ίδιος να μας πει, ήταν πολυτελώς διακοσμημένο, είχε καεί κατά τη δεύτερη πυρκαγιά. Πολλοί από τους φίλους του κατέφυγαν κοντά του, θεωρώντας προφανώς την κατοικία του ως κατάλληλο κρυψώνα. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορούσε να διαφύγει από την ορδή των εισβολέων που ερευνούσαν προσεκτικά και την τελευταία γωνία.
Όταν οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την πόλη, ο Χωνιάτης είχε προσφέρει άσυλο σε έναν Ενετό έμπορο και την οικογένειά του. Ο τελευταίος, φόρεσε στολή στρατιώτη και υποκρινόμενος ότι ήταν ένας από τους εισβολείς, απέτρεπε τους συμπατριώτες του και τους υπόλοιπους Λατίνους από του να εισέλθουν στο κτήριο.
Για ένα διάστημα υπήρξε επιτυχής, αλλά στο τέλος ένα πλήθος αποτελούμενο κυρίως από Γάλλους στρατιώτες, τον απώθησε και όρμησε μέσα στο σπίτι του ιστορικού. Από εκείνη τη στιγμή η παροχή προστασίας κατέστη ανέφικτη. Ο Ενετός συμβούλευσε τον Χωνιάτη να τραπεί σε φυγή, προκειμένου να μη συλληφθεί αιχμάλωτος και να σώσει την τιμή των θυγατέρων του. Ο Χωνιάτης και οι φίλοι του δέχτηκαν.
Φόρεσαν δέρματα ή ράκη και άφησαν το φίλο τους να τους οδηγήσει μέσα από τους δρόμους της πόλης σαν να ήταν αιχμάλωτοί του. Τα κορίτσια και οι κοπέλες τοποθετήθηκαν στη μέση της συνοδείας και μουτζουρωσαν τα πρόσωπα τους για να φαίνεται ότι ανήκουν στη φτωχότερη τάξη. Καθώς έφταναν στη Χρυσή Πύλη, ένας Σταυροφόρος άρπαξε ξαφνικά και απήγαγε την κόρη ενός ανώτερου αξιωματούχου, ο οποίος ήταν μέλος της συνοδείας. Ο πατέρας της, που ήταν γέροντας και αδύναμος και είχε κουραστεί από τη μακρά πορεία, έπεσε στο έδαφος και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να φωνάζει ζητώντας βοήθεια.
Ο Χωνιάτης φώναξε μρικούς στρατιώτες που περνούσαν και, αφού τους θερμοπαρακάλεσε και τους υπενθύμισε την εντολή που απαγόρευε το βιασμό των γυναικών, κατάφερε τελικά να σώσει την κοπέλα. Οι παρακλήσεις θα είχαν πάει χαμένες αν ο επικεφαλής της ομάδας δεν είχε τελικά απειλήσει να απαγχονίσει το δράστη. Μετά από λίγα λεπτά οι φυγάδες βρέθηκαν έξω από την πόλη και γονάτισαν για να ευχαριστήσουν το Θεό για τη σωτηρία τους. Στη συνέχεια εκίνησαν μια επίπονη πορεία προς τη Σηλυμβρία.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος με ομοιοπαθείς τους. Μπροστά τους πορευόταν ο ίδιος ο πατριάρχης «χωρίς σάκο, χρήματα, ράβδο και υποδήματα, αλλά μόνο με έναν επενδύτη», γράφει ο Χωνιάτης, «σαν ένας πραγματικός απόστολος ή μάλλον σαν ένας πραγματικός οπαδός του Ιησού Χριστού, καθώς καθόταν σε ένα γαϊδούρι, με τη διαφορά ότι εκείνος δεν εισερχόταν θριαμβευτικά στη νέα Σιών αλλά την εγκατέλειπε».
Πολλά από τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν στις τρεις εκκλησίες που είχαν οριστεί γι' αυτό το σκοπό. Ο ίδιος ο μαρεσάλος γράφει, ότι πολλά από τα κλοπιμαία δεν έφτασαν ποτέ στα σημεία συγκέντρωσης. Ωστόσο, οι ποσότητες που συγκεντρώθηκαν, διαμοιράστηκαν κατά τα συμφωνηθέντα πριν από την άλωση. Οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι πήραν από μισά. Τα χρεωστούμενα στους Ενετούς πενήντα χιλιάδες ασημένια μάρκα, πληρώθηκαν από τη λεία των στρατιωτικών. Δύο πεζοί λοχίες έλαβαν όσα ένας έφιππος λοχίας και δύο έφιπποι λοχίες πήραν όσα ένας ιππότης. Πέραν των όσων κλάπηκαν και του ποσού που καταβλήθηκε στους Ενετούς, ο στρατός έλαβε συνολικά 400.000 μάρκα και 10.000 πανοπλίες.(15)
Τα συνολικά ποσά που διανεμήθηκαν στους Σταυροφόρους και τους Ενετούς, δείχνουν, ότι οι σχετικές με τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης εκτιμήσεις, δεν ήταν υπερβολικές. Τα ποσά αυτά είχαν συγκεντρωθεί σε μετρητά, σε μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι ήταν εχθροί και είχαν πρόσφορες κρυψώνες για τα χρήματα και τα τιμαλφή τους -τα πηγάδια τους και τις δεξαμενές τους, παραδοσιακά μέρη απόκρυψης θησαυρών στην Ανατολή.
Μάλιστα, αυτή η πόλη είχε πρόσφατα καταστραφεί τρεις φορές από πυρκαγιές. Όπως είδαμε, οι στρατιώτες οικειοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες λαφύρων τα οποία δεν κατέληξαν ποτέ στα σημεία συγκέντρωσης. Ο Σισμόντι υπολογίζει ότι ο πλούτος της πόλης σε χρήμα και κινητά αγαθά πριν από την άλωση, δεν ήταν λιγότερος από είκοσι τέσσερα εκατομμύρια στερλίνες.
Ο διαμοιρασμός έγινε στα τέλη του Απριλίου. Πολλά ορειχάλκινα έργα τέχνης στάλθηκαν στο χυτήριο για να μετατραπούν σε νομίσματα. Πολλά αγάλματα τεμαχίστηκαν για να αφαιρεθούν τα μέταλλα που τα κοσμούσαν. Οι κατακτητές δεν γνώριζαν τίποτε και δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την τέχνη που είχε προσθέσει αξία στο μέταλλο. Το βάρος του ορείχαλκου ήταν το μόνο που τους ενδιέφερε. Τα έργα τέχνης που κατέστρεψαν, θυσιάστηκαν όχι σε κάποιο συναίσθημα, όπως εκείνο των μουσουλμάνων κατά των εικόνων, για τις οποίες οι τελευταίοι πίστευαν ότι ήταν είδωλα ή φυλαχτά.
Οι χριστιανοί της Δύσης δεν έχουν καμία ανάλογη δικαιολογία. Το κίνητρο που τους ώθησε να καταστρέψουν τόσα πολύτιμα αντικείμενα, δεν ήταν ούτε φανατισμός ούτε θρησκευτική πεποίθηση. Ήταν απλή απληστία και φιλοκέρδεια. Κανένα αίσθημα δεν συγκράτησε τη φιλαργυρία τους. Το άγαλμα της Παρθένου που κοσμούσε τον Βουν στάλθηκε στην κάμινο, τόσο αδίστακτα όσο και η μορφή του Ηρακλή.
Κανένα αντικείμενο δεν ήταν αρκετά ιερό ή αρκετά όμορφο ώστε να θεωρηθεί άξιο να διασωθεί, αν μπορούσε να μετατραπεί σε χρήμα. Ανάμεσα σε τόσα πολλά που καταστράφηκαν, είναι αδύνατο να μην υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός έργων τέχνης των καλύτερων περιόδων. Ο μοναδικός σχετικός κατάλογος που διαθέτουμε, εκείνος του Έλληνα λογοθέτη, ισχυρίζεται, ότι απαριθμεί μόνο τα μεγαλύτερα αγάλματα που στάλθηκαν στο χυτήριο. Ωστόσο, αξίζει να αναφέρουμε ποια ήταν τα κυριότερα αντικείμενα που καταστράφηκαν με αυτό τον τρόπο.
Πριν προβώ στο εν λόγω εγχείρημα, θα επισημάνω για μια ακόμα φορά, ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγάλη παρακαταθήκη έργων τέχνης και χριστιανικών λειψάνων, με τα τελευταία να είναι τοποθετημένα σε θήκες, με όλη την επιδεξιότητα που ο πλούτος μπορούσε να αγοράσει και η τέχνη να προσφέρει. Η τελευταία, είχε έναντι της Ρώμης το μεγάλο πλεονέκτημα του ότι δεν είχε ποτέ λεηλατηθεί από ορδές βαρβάρων. Οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι της διακοσμούνταν επί αιώνες με ορειχάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα. Διαβάζοντας τα έργα των ιστορικών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην εκπλαγεί τόσο από την αφθονία των έργων όσο και από την εκτίμηση την οποία έτρεφαν γι' αυτά οι συγγραφείς.
Πρώτη ανάμεσα στα κτίσματα όπως και ανάμεσα στα έργα ήταν η Αγία Σοφία. Η τελευταία ήταν η κατεξοχήν Μεγάλη Εκκλησία. Με οποιοδήποτε κριτήριο, είναι μια από τις πιο όμορφες ανθρώπινες δημιουργίες. Τίποτε στη Δυτική Ευρώπη ακόμα και σήμερα δεν δίνει στο μορφωμένο παρατηρητή, που είναι σε θέση να συλλάβει έστω και εν μέρει το παλαιό της μεγαλείο, μια τόσο βαθιά εντύπωση ενότητας, αρμονίας, πλούτου και ομορφιάς στη διακόσμηση, όσο το εσωτερικό του αριστουργήματος του Ιουστινιανού.
Όλα όσα μπορούσε να αγοράσει ο πλούτος και να προμηθεύσει η τέχνη, είχαν συσσωρευτεί στο εσωτερικό της, που τόσο εκείνη την εποχή όσο και για πολύ μετά, ήταν το μοναδικό τμήμα μιας εκκλησίας που ήταν άξιο να τύχει αρχιτεκτονικής μελέτης. «Τουλάχιστον όσον αφορά στο εσωτερικό της», γράφει μία μεγάλη αυθεντία επί της αρχιτεκτονικής, «είναι αναπόφευκτο να αποφανθεί κανείς ότι η Αγία Σοφία είναι η τελειότερη και η ομορφότερη εκκλησία που έχει ανεγείρει μέχρι σήμερα οποιοσδήποτε χριστιανικός λαός». Όταν ο διάκοσμός της ήταν πλήρης, η σχετική κρίση θα ήταν ακόμα ευνοϊκότερη γι' αυτήν.(17) Είδαμε, ότι για τον Χωνιάτη, ο οποίος τον γνώρισε και τον αγάπησε στις καλύτερες ημέρες του, ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν υπόδειγμα ουράνιας ομορφιάς, ένα κομμάτι από τον ίδιο τον ουρανό.
Κατά τον πιο συγκροτημένο Άγγλο παρατηρητή «τα μωσαϊκά του από ποικιλόσχημα και ποικιλόχρωμα τεμάχια μαρμάρου, οι τρούλοι, οι οροφές και οι καμπύλες επιφάνειές του με τα επίχρυσα μωσαϊκά... είναι υπέροχα μεγαλόπρεπα και ευχάριστα». Η Αγία Σοφία ήταν για την Κωνσταντινούπολη ό,τι είναι ο Άγιος Μάρκος για τη Βενετία. Ωστόσο, παρ' ότι έχει εμπλουτιστεί με μερικά λάφυρα από το μεγάλο πρότυπό του, ο Άγιος Μάρκος, τουλάχιστον όσον αφορά στο εσωτερικό του, δεν είναι παρά ένα ισχνό αντίγραφο.
Η Αγία Σοφία δικαίωσε τη ρήση του ιδρυτή της: «Νενίκηκά σε, Σολομών» και επί επτά αιώνες μετά από τον Ιουστινιανό, οι διάδοχοί του προσέθεταν ο καθένας τη δική του συμβολή στον πλούτο και τη διακόσμησή της. Ωστόσο, αυτός, ο ασύγκριτα ωραιότερος ναός της Χριστιανοσύνης απογυμνώθηκε και λεηλατήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα από κάθε διακοσμητικό στοιχείο που ήταν δυνατό να μεταφερθεί. Οι εξοργισμένοι Έλληνες πίστεψαν ότι εκείνοι οι εισβολείς που δεν είχαν ιερό και όσιο, θα έβγαζαν ακόμα και τις πέτρες από τους τοίχους.•Γύρω από τη Μεγάλη Εκκλησία υπήρχαν άλλα αντικείμενα που μπορούσαν να μετατραπούν άμεσα σε ορείχαλκο και που η καταστροφή τους υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο τεράστιος Ιππόδρομος ήταν γεμάτος αγάλματα. Η Αίγυπτος είχε προσφέρει έναν οβελίσκο για το κέντρο. Οι Δελφοί είχαν δώσει το περίφημο ορειχάλκινο ανάθημα της νίκης των Πλαταιών. Τα όψιμα έργα των ειδωλολατρών γλυπτών ήταν άφθονα, ενώ οι χριστιανοί καλλιτέχνες είχαν συνεχίσει τις παραδόσεις των προγόνων τους, με μια τεχνοτροπία που δεν ήταν κατ' ουδένα τρόπο ευκαταφρόνητη, όπως πίστευαν μέχρι πρόσφατα οι Δυτικοί συγγραφείς.
Οι καλλιεργημένοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκτιμούσαν αυτά τα έργα τέχνης και τα φρόντιζαν. Παραθέτοντας ένα κατάλογο των σημαντικότερων έργων που κατέληξαν στο χυτήριο, ο Χωνιάτης τονίζει κατ' επανάληψη, ότι τα εν λόγω έργα καταστράφηκαν από βαρβάρους που αγνοούσαν την αξία τους. Ανίκανοι να εκτιμήσουν το ιστορικό ενδιαφέρον τους ή την αξία που τους είχε προσδώσει η εργασία των καλλιτεχνών, οι Σταυροφόροι γνώριζαν μόνο την αξία των μετάλλων που τα συνέθεταν.(20)
Οι αυτοκράτορες είχαν ταφεί στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων, μια θέση που επέλεξε μετέπειτα ο Μωάμεθ Β' για να ανεγείρει το τέμενος που φέρει το όνομά του. Οι τάφοι, με πρώτο εκείνον του Ιουστινιανού, λεηλατήθηκαν σε αναζήτηση θησαυρών. Μόνο αφού λεηλάτησαν τα ανάκτορα των ευγενών, τους ναούς και τους τάφους, οι ευσεβείς ληστές έστρεψαν την προσοχή τους στα αγάλματα. Ένα κολοσσιαίο άγαλμα της Ήρας, που είχε μεταφερθεί από τη Σάμο και ήταν στημένο στην αγορά του Κωνσταντίνου, στάλθηκε στο χυτήριο. Μπορούμε να κρίνουμε το μέγεθός του από το γεγονός ότι χρειάστηκαν τέσσερα βόδια για να μεταφέρουν την κεφαλή του στα ανάκτορα.
Ακολούθησε το άγαλμα του Πάρι που προσέφερε το μήλο της Έριδος στην Αφροδίτη. Το Ανεμοδούλιον, ήταν ένας μεγαλόπρεπος οβελίσκος, που οι πλευρές του καλύπτονταν από πανέμορφα ανάγλυφα που αναπαριστούσαν σκηνές της αγροτικής ζωής και αλληγορικές απεικονίσεις των εποχών, ενώ στην κορυφή του υπήρχε μια γυναικεία μορφή, η οποία περιστρεφόταν με τον άνεμο και προσέδινε στο όλο μνημείο το όνομά του.
Τα ανάγλυφα αποσπάστηκαν και μεταφέρθηκαν στα ανάκτορα για να λειωθούν. Ένα όμορφο έφιππο άγαλμα μεγάλου μεγέθους, που αναπαριστούσε το Βελερεφόντη και τον Πήγασο ή - κατά τη λαϊκή πεποίθηση- τον Ιωσία έφιππο να διατάζει τον ήλιο να σταθεί, στάλθηκε επίσης στο χυτήριο.
Το άλογο φαινόταν να χλιμιντρίζει στον ήχο μιας σάλπιγγας, ενώ όλοι οι μύες του σώματός του ήταν τεντωμένοι από την ένταση της μάχης. Ο κολοσσιαίος Ηρακλής του Λυσίππου, ο οποίος κοσμούσε τον Τάραντα και είχε μεταφερθεί από εκεί στην Παλαιά Ρώμη και στη συνέχεια στον Ιππόδρομο της Νέας Ρώμης, είχε την ίδια τύχη.
Ο καλλιτέχνης είχε απεικονίσει με ένα τρόπο που προκαλούσε το θαυμασμό του θεατή, την οργή του ήρωα για τα ανάξια έργα που του είχαν ανατεθεί. Ο Ηρακλής ήταν καθιστός χωρίς φαρέτρα, τόξο ή ρόπαλο. Η λεοντή ήταν ριγμένη χαλαρά στους ώμους του και το δεξιό χέρι και πόδι του ήταν τεντωμένα, ενώ το κεφάλι του ακουμπούσε στο αριστερό του χέρι που στηριζόταν με τον αγκώνα στο λυγισμένο γόνατό του. Η όλη μορφή ήταν γεμάτη αξιοπρέπεια, το στέρνο βαθύ, οι ώμοι πλατείς, τα μαλλιά κατσαρά, οι βραχίονες και οι κνήμες μυώδεις.
Το ορειχάλκινο άγαλμα ενός γαϊδουριού και του αναβάτη του, το οποίο είχε κατασκευαστεί κατ' εντολήν του Αυγούστου, σε ανάμνηση της είδησης της νίκης του στο Άκτιο, είχε την ίδια τύχη.
Με σκοπό να κόψουν νομίσματα, οι βάρβαροι έλειωσαν επίσης το αρχαίο άγαλμα της λύκαινας που θήλαζε τον Ρωμύλο και τον Ρώμο. Τα αγάλματα μιας σφίγγας, ενός ιπποπόταμου, ενός κροκοδείλου, ενός ελέφαντα και άλλα που αναπαριστούσαν ένα θρίαμβο επί της Αιγύπτου, το τέρας Σκύλα και άλλα, που τα περισσότερα ήταν δημιουργήματα της προ Χριστού εποχής, καταστράφηκαν επίσης.
Στην ίδια περίοδο ανήκε ο αετός που πάλευε με το φίδι και που αποδιδόταν στον Απολλώνιο Τυανέα. Ο Χωνιάτης περιγράφει με μεγάλο θαυμασμό το άγαλμα της Ελένης. «Τι να πω για την Ελένη, με το κομψό παράστημα, τους χιονόλευκους βραχίονες και την κομψή κορμοστασιά; Πώς δεν μπόρεσε να μαλακώσει τις καρδιές των βαρβάρων; Εκείνη που μέχρι τότε σκλάβωνε όσους την έβλεπαν;
Ένα άγαλμα τυλιγμένο με ένα χιτώνα, που τόνιζε μάλλον, παρά απέκρυπτε τις χάρες του, με τα καθαρά φρύδια, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν ανάλαφρα στον άνεμο, με τα χαριτωμένα χείλη της μισάνοιχτα λες και ήταν έτοιμη να μιλήσει, με τα καμπυλωτά της βλέφαρα, μία μορφή γεμάτη αρμονία, κομψότητα και ομορφιά, χαρά των θεατών, ευχαρίστηση των οφθαλμών σε βαθμό που είναι αδύνατο να δώσει κανείς μια επαρκή περιγραφή για τις μελλοντικές γενιές». Αυτό το άγαλμα καταστράφηκε από ανθρώπους που δεν γνώριζαν τίποτε για το πρωτότυπό του.
Στα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί η λεπτή μορφή μιας γυναίκας που κρατούσε στο δεξί χέρι της έναν ένοπλο έφιππο άνδρα. Εξάλλου, κοντά στα ανατολικά σημεία τερματισμού του Ιπποδρόμου, που ήταν γνωστά ως «ερυθρά», υπήρχαν τα αγάλματα των νικητών των αρματοδρομιών. Οι μορφές των τελευταίων στέκονταν ορθόστητες στα ορειχάλκινα άρματά τους, σε μία στάση ανάλογη με εκείνη των πρωτοτύπων τη στιγμή της νίκης, σαν να εξακολουθούσαν να κατευθύνουν τα άτια τους προς τα σημεία τερματισμού.
Εκεί κοντά βρισκόταν κι ένα άγαλμα του Νείλου υπό τη μορφή ταύρου, που πάλευε με έναν κροκόδειλο. Όλα αυτά τα αγάλματα στάλθηκαν εσπευσμένα στις καμίνους και μετατράπηκαν σε νομίσματα. Μπορούμε να κρίνουμε από τα εναπομείναντα δείγματα, την καλλιτεχνική αξία των ορειχάλκινων αγαλμάτων που καταστράφηκαν. Τα τέσσερα άλογα που ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος είχε φέρει από τη Χίο και είχε εγκαταστήσει στον Ιππόδρομο σώθηκαν κατά τύχη από τη γενική λεηλασία και μεταφέρθηκαν στη Βενετία όπου εξακολουθούν να κοσμούν την πρόσοψη του Αγίου Μάρκου.
Η λεηλασία των ιερών λειψάνων της Κωνσταντινούπολης διήρκεσε σαράντα χρόνια. Ωστόσο, περισσότερα από τα μισά αντικείμενα που αρπάχτηκαν, μεταφέρθηκαν στη Δύση μεταξύ των ετών 1204 και 1208. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών μετά την άλωση της πόλης, οι επίσκοποι και οι ιερείς που συνόδευαν τους Σταυροφόρους έσπευσαν να οικειοποιηθούν αυτά τα ιερά λάφυρα και η δήλωση ενός συγγραφέα της εποχής ότι οι ιερωμένοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας προτιμούσαν να παραδίδουν αυτά τα αντικείμενα στους ομοίους τους παρά στους αγροίκους στρατιώτες ή στους περισσότερο αγροίκους Ενετούς ναύτες, είναι αληθοφανής.
Από την άλλη πλευρά, οι ανώτεροι ιερωμένοι που συνόδευαν το στρατό -άνθρωποι που αρνούνταν να πάρουν μερίδιο από την επίγεια λεία- έσπευδαν να οικειοποιηθούν τα ιερά λάφυρα, χωρίς ενδοιασμό σχετικά με τα μέσα που έπρεπε να μετέλθουν, προκειμένου να τα αποκτήσουν. Ο Τίμιος Σταυρός τεμαχίστηκε προσεκτικά από τους επισκόπους, προκειμένου να διαμοιραστεί στους βαρόνους. Ο Γκούντερ μας δίνει ένα δείγμα του τρόπου με τον οποίο ενήργησε ο αββάς Μάρτιν, στη φροντίδα του οποίου είχαν ανατεθεί οι Γερμανοί Σταυροφόροι. Ο αββάς πληροφορήθηκε ότι οι Έλληνες είχαν κρύψει πολλά λείψανα σε μια εκκλησία. Το εν λόγω κτήριο υπέστη γενική λεηλασία. Εκείνος, ως ιερωμένος, ερευνούσε για τα λείψανα, ενώ οι στρατιώτες ασχολούνταν με κοινότερα λάφυρα.
Ο αββάς βρήκε ένα γέροντα ορθόδοξο ιερέα με μακριά μαλλιά και γενειάδα και του απευθύνθηκε με σκαιότητα: «Δείξε μου πού είναι τα λείψανα γιατί θα πεθάνεις». Ο γέροντας ιερέας, βλέποντας να του μιλάει ένας συνάδελφος και πιθανώς τρομοκρατημένος από την απειλή, σκέφθηκε, γράφει ο Γκούντερ, ότι ήταν προτιμότερο να παραδώσει τα λείψανα σε εκείνον παρά στα βέβηλα και αιματοβαμμένα χέρια των στρατιωτών.
Ο ορθόδοξος ιερωμένος άνοιξε ένα σιδερένιο κιβώτιο και ο αββάς βύθισε ενθουσιασμένος τα χέρια του στο πολύτιμο περιεχόμενό του. Ο αββάς και ο εφημέριός του γέμισαν τα ράσα τους κι έτρεξαν βιαστικά στο λιμάνι για να κρύψουν τη λεία τους. Το ότι κατάφεραν να τη διαφυλάξουν κατά τις θυελλώδεις ημέρες που ακολούθησαν, θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο στην δύναμη των ίδιων των λειψάνων".
Τμήμα ιστορικής έρευνας defencenet.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου